29 Μαρ 2008

Σκέψεις και ερωτηματικά με αφορμή την «Ομάδα Κατάληψη 1986-1990»

Πολλές φορές έχουμε σκεφτεί να αλλάξουμε τον κόσμο. Σκέψη επίκαιρη σε οποιαδήποτε εποχή και σε οποιαδήποτε ηλικία, σκέψη που όμως, ανάλογα με την ηλικία, χαρακτηρίζεται κάθε φορά από αντίστοιχες δράσεις.

Θέλουμε, επιθυμούμε, αυτή την αλλαγή στη κοινωνία ή στη ζωή μέσα στην οποία βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι. Γνωρίζουμε, όμως συγχρόνως, ότι αυτή η αλλαγή μπορεί να επιτευχθεί μόνο -δεν είναι πάντα ουτοπική-, από οργανωμένες δράσεις. Άρα στόχος μας είναι η χρήση κάποιων συγκεκριμένων τρόπων ή ακόμα η ανακάλυψη κάποιων νέων ώστε να είναι αναγνωρίσιμοι και από την κουλτούρα μας και από τις κοινωνικές συνήθειες μας.

Κάτι παρόμοιο υιοθέτησε η «Ομάδα Κατάληψη 1986-1990» όταν το 1986 αποφασίζει να καταλάβει ένα προκατασκευασμένο κτίριο που ανήκε στο Παιδαγωγικό, ώστε να λύσει, έστω προσωρινά, το πρόβλημα στέγασης, μιας Σχολής Καλών Τεχνών, που κάθε άλλο παρά πυρήνας κριτικής και πνευματικής σκέψης ήταν και που αντανακλούσε και αυτή, προς απογοήτευση μιας ομάδας ανθρώπων, την μικροαστική νεοελληνική νοοτροπία. Στην πράξη αυτή και μέσα από μια διαδικασία όπου η καλλιτεχνική πράξη της ομάδας αποκτά τη μορφή επεμβάσεων στην καθημερινή ζωή, προστίθονται δράσεις σε σιδηροδρομικούς σταθμούς διάφορων πόλεων της Βόρειας Ελλάδας, παρέμβαση στο άγαλμα του Παπαναστασίου, έκθεση επτά άγνωστων καλλιτεχνών σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενός συστήματος που νομιμοποιούσε, ανεξαρτήτως εικαστικής ποιότητας, την έκθεση επτά γνωστών θεσσαλονικέων καλλιτεχνών.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όσο η ομάδα αποκτούσε συνείδηση τόσο ο αριθμός των συμμετεχόντων μειωνόταν, μιας και το συλλογικό ήταν υπεράνω του προσωπικού.

Σε μια εποχή λοιπόν όπου είχε και έχει χαρακτηρισθεί από μια παραγωγή φορμών στο πλαίσιο ενός πολιτισμού που «αγγίζει» την παγκοσμιοποίηση, η καλλιτεχνική δράση μιας ομάδας μας υπογραμμίζει ότι η καλλιτεχνική πράξη δεν είναι τόσο το ίδιο το καλλιτεχνικό αντικείμενο ή το έργο τέχνης, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αλλά η πράξη αυτή, που δεν είναι παρά το ίχνος της έντασης που περικλείει το έργο σε απόλυτη σχέση επικοινωνίας με το κοινό.
Σε παρόμοιες όμως σκέψεις έρχεται να προστεθεί το ερώτημα ποια είναι αυτή η κουλτούρα που καθορίζει τις φόρμες επικοινωνίας?

Σε ύστερους χρόνους είχαμε διαπιστώσει ότι η απόσυρση των καλλιτεχνών από την επικοινωνία του με το κοινό, απετέλεσε ένδειξη ότι η αστική σύγχρονη τάξη δεν ήταν ένας αιώνιος φυσικός τρόπος ζωής, αλλά ένα στάδιο διαδοχής κοινωνικού περιεχομένου, ενός περιεχομένου που όμως επέφερε την «τέχνη για την τέχνη», την «καθαρή ποίηση».
Η συνέπεια ήταν η απόλυτη διάλυση του περιεχομένου μέσα στη φόρμα του έργου, εικαστικού ή ποιητικού, με αποτέλεσμα το έργο να αρκείται σε αυτό το ίδιο.

Στη σύγχρονη όμως εποχή, παρατηρούμε ότι η ιδεολογική σύγχυση που επικρατεί και κυρίως μετά τη δεκαετία του ’80, όπου η τέχνη εμπλέκεται με τη ζωή, συνδέεται με τη ζωή, σε αντίθεση με την πρωτοπορία, βασικός διάλογος επικοινωνίας καθίσταται ένα γεγονός το οποίο υποδεικνύει ένα άλλο.
Λειτουργεί εύλογα μέσα στις πραγματικές καταστάσεις της ζωής, της κουλτούρας. Και όταν σημειώνουμε κουλτούρα, εννοούμε την αισθητική, τα ήθη και τα συναισθήματα δηλαδή την απογυμνώνουμε από κάθε επιστημονικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Tο μήνυμα είναι, πλέον, να επικοινωνήσουμε μέσα από μια διαδικασία γεγονότων η οποία όμως διαδικασία δεν έχει προκαθορισμένα όρια.
Αυτός ο τρόπος επικοινωνίας πολλές φορές έχει λειτουργήσει ως κατάδειξη πολιτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών πεπραγμένων, που όμως έχει μείνει πάντα εκτός θεσμών αφού δεν αποτελεί ακαδημαϊκό μοντέλο.

Η ιστορία έχει δείξει ότι παρόμοιες διαδικασίες θίγουν ή απομονώνουν συμπεριφορές, όπως των σταρ, πολιτικών που όμως πολύ γρήγορα οδηγούν σε απομόνωση, γιατί ενώ ξεκινούν ως ένα είδος στράτευσης καταλήγουν πολλές φορές σε προσωπική αμφισβήτηση.

Και εδώ τίθεται το ερώτημα, πως η επικοινωνία που βασίζεται σε γεγονότα μπορεί να οργανωθεί έτσι ώστε να αποτελέσει μια δυναμική, η οποία έξω από κάθε προκαθορισμένο πολιτιστικό όριο μπορεί να εξελιχθεί σε ένα υγιές κοινωνικό διάλογο, σ’ ένα διάλογο που δεν θα εναπόκειται στις φόρμες του πολιτιστικού μάρκετινκ ή όποιου άλλου, αλλά μόνο στην ίδια την επικοινωνία και το έργο της?

12 Μαρ 2008

"δη-μητηρ...σχετικά μ'εκείνη..."


Η σχέση που έχει αναπτυχθεί με τη δημιουργική έκφραση και το υποκείμενο στην εποχή μας, είναι μια σχέση που οδηγεί συχνά σε μια πραγματικότητα λιγότερο ευφάνταστη, περισσότερο ιδιάζουσα. Σε μια παραγωγική δραστηριότητα των αντικειμένων τίθεται μια παραγωγική πρακτική της έννοιας.

Ο καλλιτέχνης ψάχνει, πλέον να εφεύρει λιγότερο νέα μέσα έκφρασης, προτιμά να πειραματισθεί με την έννοια της ανθρώπινης παρουσίας, μέσα σ’ έναν κόσμο που του διαφεύγει, να φαντασθεί νέες σχέσεις με τον εαυτό του και τις συνθήκες της ύπαρξης του.

Η τέχνη στις μέρες μας δεν είναι πλέον συνδεδεμένη με τις ανάγκες της αναπαράστασης- ο ιδεαλισμός δεν έχει πλέον συλλογικό υπόβαθρο και η πολιτική δεν ανταποκρίνεται στις πιο βαθιές εμπνεύσεις του ατόμου- αλλά καταγγέλλει, μπορούμε να πούμε, την κρίση της γνώσης, τον αυτοπροσδιορισμό του ίδιου του υποκειμένου μέσα από το εικαστικό αντικείμενο.

Μέσα από αυτή τη συνειδητή σχέση ο καλλιτέχνης επιχειρεί και αναγνωρίζει ως εκδήλωση της πραγματικότητας το ίδιο το έργο το οποίο και του επιτρέπει την εγγραφή αλληλένδετων μηχανισμών, τέτοιων ώστε να του επιτρέπεται να ανακαλύψει την εικόνα του κόσμου, με την ευρεία έννοια της λέξης.

Αυτή η αναζήτηση οδηγεί στη δημιουργική πράξη και κατ’ επέκταση στην παραγωγή ιδεών.
Στη παρούσα έκθεση η Ελένη Τονικίδη με τη σειρά «δη-μήτηρ...σχετικά μ΄
εκείνη..» το πραγματικό γίνεται αναγνωρίσιμο από το υποκείμενο μέσα από την χρήση υλικών που χρησιμοποιεί η καλλιτέχνης για την υλοποίηση και μορφοποίηση της ιδέας. Το μέσον αποτελεί ουσιαστικά την μια και μοναδική πραγματικότητα.
Χρώμα, μικτή τεχνική, κολλάζ, στοιχεία που αντιπροσωπεύουν την αναζήτηση του πραγματικού, την αναβίωση μιας ιστορίας που βασίζεται στις δομές της γνώσης.
Είτε χρησιμοποιεί τη ζωγραφική για την υλική της πραγματικότητα, είτε ως παραμορφωτικό καθρέπτη, η καλλιτέχνης επιμένει σε μια άσκηση κριτικής που καθορίζει πρωτίστως την ίδια και στη συνέχεια τον τόπο ο οποίος και υποδεικνύει την μεταλλαγή.
Οι χάρτινες σακούλες, το χρώμα, η άμμος, τα εξω-ζωγραφικά στοιχεία συνθέτουν ένα άλλο ιδιότυπο διάλογο με τις Τρείς υψηλές γυναίκες του Άλμπι, που η ηρωίδα, μέσα από την ανασκόπηση και τη διαδρομή των τριών ηλικιών του βίου της γίνεται η αφορμή για την σύνθεση μιας άλλης πραγματικότητας.

Η σχέση της ως υποκείμενο-ζωγράφος με το αντικείμενο- έργο είναι αυτή της ταύτισης με το υλικό που δομεί τον χώρο και τις εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις αυτές, ώστε να προσεγγίσει σφαιρικά το επιλεγμένο θέμα.
Η Ελένη Τονικίδη οργανώνει ένα είδος διευθέτησης στο δισδιάστατο και τρισδιάστατο χώρο ο οποίος ορίζεται πρωτίστως από το χρώμα και από τα αντικείμενα.
Η καλλιτέχνης δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει έξω-ζωγραφικά υλικά τα οποία θα αποδώσουν σχήματα, φιγούρες και έννοιες. Δεν διστάζει να βγει από την δισδιάστατη επιφάνεια, χωρίς να παραμελεί την εμπειρία του πραγματικού. Χρώμα, αντικείμενα φετίχ, δημιουργούν εικόνες αναπαράστασης, οι οποίες ορίζουν κάθε φορά την αυτοβιογραφία του υλικού, αλλά και αυτή της καλλιτέχνιδας.

Το εφήμερο του υλικού, μια οξύμωρη εξέλιξη που επικεντρώνεται στην εικόνα της θέασης, στο περιτύλιγμα και όχι στο περιεχόμενο, μια ανατροπή μπορούμε να πούμε του σημαίνοντος και του σημαινόμενου.
Η καλλιτέχνης απομονώνει, συνθέτει, αναπαριστά. Αφηγείται την παρουσία και την απουσία του χρώματος, του υλικού μέσα από την οργάνωση μιας υλοποιημένης ιδέας.
Επιχειρεί ένα είδος έρευνας ταυτότητας που όπως και ο αρχαιολόγος αναζητά τα δεδομένα μιας συλλογικής ή ατομική μνήμης.