30 Σεπ 2012

Για έναν πολιτισμό της καθημερινότητας

Αστικά ογκώδη τοπία, αρχιτεκτονήματα που μισούν τον άνθρωπο και υποβαθμίζουν τις βασικές, βιοτικές και πολιτιστικές του ανάγκες, πολεοδομικά συγκροτήματα από μπετονένια κουτιά τμηματίζονται από οριζόντιους και κάθετους δρόμους, δημιουργώντας έναν άλλον ισχυρό ιστό -αυτόν της μετακίνησης-, είναι κάποια από τα στοιχεία που οργανώνονται, συνειδητά ή ασυνείδητα, με τρόπο ώστε να επιδρούν στις αντίστοιχες αποφάσεις μας, επιθυμίες μας και κυρίως στην πραγματικότητά μας. Η ουτοπία της εξέλιξης και της παραγωγικότητας έχει ως αποτέλεσμα τη διαιώνιση των «σπιρτόκουτων» ως ιδανικών καταλυμάτων της εργατικής τάξης. Μέσα σ’ αυτόν τον πολεοδομικό ιστό ο καλλιτέχνης καλείται να παραγάγει το έργο του, καλείται να δημιουργήσει, να επικοινωνήσει με τον «έξω» κόσμο, να «ονειρευτεί», να δράσει και εν μέσω οικονομικής κρίσης να συμμετάσχει για τη δημιουργία μιας τέχνης, όχι αυτή της κατανάλωσης, αλλά μια άλλη διαφορετική τέχνη, η οποία αφυπνίζει, θέτει ερωτηματικά, καυτηριάζει την αντικειμενική αλλά και υποκειμενική πραγματικότητα του καθενός από εμάς. Ενταγμένος στο κοινωνικό σύνολο, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο και μέσα έκφρασης επικοινωνεί το εγώ του, επιτελεί ένα είδος κριτικής, ανασύρει τις μνήμες του και τις προβάλλει σ’ εμάς, γιατί η τέχνη απαιτεί, ως απαραίτητη προϋπόθεση, τη συμμετοχή του θεατή. Στο πλαίσιο αυτό ο καλλιτέχνης στρέφεται προς το θεατή, στο ευρύ κοινό, γυρνάει την πλάτη του στους μουσειακούς χώρους, τον καθιστά απαραίτητο συνένοχο, αλλά και αποδέκτη ο οποίος δρα, μέσα από την ανάγνωση του έργου, στην αέναη εξέλιξή του, συμμετέχει και αυτός στην «πληθυντικότητα της μοναξιάς» της ανωνυμίας, των στερεότυπων που του έχουν επιβληθεί και επιχειρεί να διαμορφώσει, μόνος του συνήθως, την πολιτιστική του ταυτότητα. Το αποτέλεσμα είναι μια επιθυμία για «ανα-κατατάξεις», για δράσεις και αντι-δράσεις μέσα στον ίδιο αυτόν τον αρχιτεκτονικό ιστό. Η πρωτοβουλία των παρεμβάσεων που ξεκίνησαν το 2009 στο κτίριο «Χρήστος Τσακίρης» στο δήμο Παύλου Μελά, σηματοδότησαν την επιθυμία της ανατροπής του δημόσιου-δημοτικού χώρου, της αλλαγής χρήσης του αλλά και την εμπλοκή του θεατή, όχι ως επισκέπτη που καλείται να διεκπεραιώσει, αλλά ως συνέχεια στη διαδρομή μιας πολιτιστικής καθημερινότητας για την οποία είμαστε υπεύθυνοι ως πολίτες, δημότες, καλλιτέχνες, θεατές. Η επαναξιολόγηση της καθημερινότητας είναι αυτή που ανανεώνει τη συνείδηση της συνέχειας, την ύπαρξη μιας μνήμης που οφείλει να αναδιατυπώνει την πραγματικότητα, να την αναδομεί, να την αντιμετωπίζει ως ένα σύστημα το οποίο λειτουργεί μαζί με αυτήν. Το ΑΝΑΚΑΤΑ στη συνέχεια απέκτησε, συνειδητά, και πολιτικό χαρακτήρα, μιας και η «εγκατάστασή» του, τα επόμενα χρόνια στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, «χρησιμοποιήθηκε» ως μέσο πολιτικής πίεσης για να παραχωρηθεί ο χώρος στο δήμο. Οσοι συνετέλεσαν σε αυτό, μεταξύ αυτών και η υπογράφουσα, απέδειξαν ότι οι δράσεις φέρουν και αντι-δράσεις και ότι ο πολιτισμός είναι, πρωτίστως, πολιτική. Μια πράξη, δηλαδή, που ποιεί και πράττει. Το επόμενο βήμα δε μένει παρά να είναι η ανα-κατά-ταξη των δύο στρατοπέδων: αυτό του Κόδρα και του Παύλου Μελά, αφού ουσιαστικά συγκλίνουν σε πολλές δράσεις, ώστε αφενός να αποφευχθούν οι επαναλήψεις, αφετέρου να δημιουργηθεί ένας ιστός από την «Ανατολή στη Δύση», που θα βασίζεται όχι μόνο στις πολιτιστικές δράσεις, αλλά και στη γεωγραφική και ιστορική «ιστορία», και ο οποίος θα αποδεικνύει ότι για τον πολιτισμό τα «σύνορα» είναι σχετικά.

23 Σεπ 2012

Η τέχνη σε κρίση

Σε παλαιότερο σημείωμά μας (8 Απριλίου, 2012) είχαμε αναφερθεί στην προσωπική μνήμη του υποκειμένου-καλλιτέχνη και πως αυτή γίνεται αντικείμενο καλλιτεχνικής διαδικασίας, εμπίπτοντας πολλές φορές σε μανιεριστικά ή διακοσμητικά αδιέξοδα. Είναι γεγονός ότι η «σκηνοθεσία» της καθημερινής ζωής από τον Boltanski άγγιξε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών τη δεκαετία του 1990, η οποία εκδήλωσε με ποικίλους τρόπους την εξάρτησή της από το πραγματικό, εκδήλωσε μια υποκειμενική ματιά στη φευγαλέα καθημερινότητα και στο προσωπικό βίωμα. Η γλωσσολογική και πλαστική μετάπλαση της προσωπικής μνήμης αφορούν στη δόμηση μιας αισθητικής εικόνας του καλλιτέχνη, την αναπαράσταση των υποκειμενικών σχέσεων που προκύπτουν από τη θέληση, την επιθυμία του καλλιτέχνη για μια άλλη σχέση με τη δική του πλέον πραγματικότητα, ώστε οι προσωπικοί μύθοι να υπερισχύουν των συλλογικών. Εκ των υστέρων, πλέον, μπορούμε να επισημάνουμε ότι αυτή η σχέση εγγράφεται σε μια πολιτική μη συλλογική σχέση του καλλιτέχνη με το κοινωνικό σύνολο. Οι καλλιτέχνες δεν «πηγαίνουν» στην εσωτερικότητα των «πραγμάτων», ώστε να την υπογραμμίσουν, αλλά αφηγούνται ένα είδος προσωπικού ημερολογίου που κοινοποιείται εις βάρος της διήγησης του συλλογικού λεχθέντος. Υπό αυτήν την οπτική γωνία η καλλιτεχνική εργασία τείνει να αποκτήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μέσα από τη χρήση του μέσου που έχει στη διάθεσή του ο καλλιτέχνης, με αποτέλεσμα το/τα μέσα να καταλήγουν να είναι το χαρακτηριστικό της εκάστοτε εργασίας εις βάρος της ίδιας της διαδικασίας. Το μέσο καταλήγει να είναι ο τρόπος προβολής της καλλιτεχνικής εργασίας με τέτοιον τρόπο ώστε να υποκαθιστά την ιδέα ή ακόμη και να την εκμηδενίζει προς όφελος της τεχνογνωσίας ή της τεχνικής. Σε πολλές περιπτώσεις οι παρεμβάσεις σε παλαιότερα έργα τέχνης, ή ακόμη και οι μεταλλάξεις αυτών, δε θα ήταν εφικτές εάν δεν υπήρχε η δυνατότητα της χρήσης του μέσου, με αποτέλεσμα να αναρωτιόμαστε για την αναγκαιότητα παρόμοιων έργων. Η αναζήτηση έχει, πλέον, περιορισθεί στα όρια μεταξύ προσωπικών μύθων και μέσου, ώστε ακόμη και «η πολιτικοποίηση της αισθητικής», στην οποία αναφερόταν ο Walter Benjamin, να αποτελεί, στις μέρες μας, ουτοπία.