15 Δεκ 2012

Οι άνθρωποι της τέχνης συζητούν: Ο Μανώλης Ζαχαριουδάκης συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου

Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με την δρ. Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…



Μανώλης Ζαχαριουδάκης: Γιατί η κριτική στην χώρα μας δεν είναι επί του συγκεκριμένου; Γιατί είναι βασικά είτε θετική είτε αόριστη;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Πάρα μα πάρα πολύ καλή ερώτηση! Για μένα οι λόγοι είναι πολλοί: είμαστε φλύαροι, επιδεικνύουμε, κατά κάποιον τρόπο, τις γενικές γνώσεις, χωρίς συμπέρασμα ή κάποια πρόταση…Γιατί δεν κάνουμε έρευνα, τη θεωρούμε υποτιμητική οπότε είμαστε γενικόλογοι… Είναι θετική γιατί έχουμε τη νοοτροπία ‘πελατειακής’ σχέσης, γιατί έχουμε παραγνωριστεί και το προσωπικό κυριαρχεί του επαγγελματικού. Ποιός καλλιτέχνης θα ήθελε να του γράψει ένα κριτικός μια αρνητική κριτική, όχι με εμπάθεια αλλά με επιχειρήματα. Κανείς. Οπότε όλοι ‘προσαρμόζονται’…Είναι αόριστη, γενικόλογη γιατί δεν παράγουμε σκέψη, συμπεράσματα, γιατί τις λέξεις δε τις χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε κάποια σκέψη, συνήθως οι λέξεις είναι κενές περιεχομένου.
Μ. Ζ. Γιατί η κριτική αναφέρεται συχνά σε τσιτάτα φιλοσόφων και διανοητών από άλλες χώρες και εποχές;
Δ. Κ. Διότι δεν παράγει δικές της σκέψεις, οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες. Διότι θέλει να ‘επιδειχτεί’ για την πληθώρα γνώσεων χωρίς όμως ουσιαστικά συμπεράσματα. Διότι έχουμε κόμπλεξ κατωτερότητας και νομίζουμε ότι η όποια, εύστοχη ή άστοχη, αναφορά σε άλλους θα τεκμηριώσει καλύτερα το λόγο μας, τη σκέψη μας. Ή ίσως γιατί ‘ζούμε’ μέσα από τους άλλους. Πρόσφατα, πολύ πρόσφατα είχα μια εμπειρία που κυριολεκτικά με άφησε άναυδη: σε τοποθέτησή μου περί έννοιας και υλικών και πως αυτά τα ‘διαχειρίστηκαν’ κάποιοι καλλιτέχνες μια συγκεκριμμένη χρονική περίοδο με ρώτησαν γιατί δεν αναφέρθηκα στο Τσόμσκι…! Νομίζω ότι αυτό τα λέει όλα… Οι εξαιρέσεις, βέβαια, πάντα υπάρχουν αλλά είναι σταγόνα στον ωκεανό.
Μ. Ζ. Ένας καλλιτέχνης που δε ζει από το έργο που εκθέτει, αλλά π.χ έχει μισθό από κάπου αλλού, πόσο μπορεί πραγματικά να ενδιαφέρεται για την απήχηση του έργο του ή την γνώμη των κριτικών;
Δ.Κ. Κάποτε είχα πει ότι ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι δημόσιος υπάλληλος! Φαντάζεσαι τι προκάλεσε αυτή η δήλωση! Δε θέλω να είμαι αυστηρή αλλά μερικές φορές δεν μπορώ και να το αποφύγω! Πάντως νομίζω ότι όλοι οι καλλιτέχνες ενδιαφέρονται και αναζητούν την γνώμη των κριτικών ή ιστορικών αφού αυτό συνεπάγεται και προβολή ωστόσο όταν δεν τίθεται, άμεσο, θέμα επιβίωσης ο εφησυχασμός είναι μεγαλύτερος αλλά συγχρόνως και η καλλιτεχνική παραγωγή.
Μ. Ζ. Θα μπορούσε ένας /μια κριτικός να υποστηρίξει θεωρητικά μια τάση της ελληνικής τέχνης, ή δεν υπάρχουν τάσεις, ή θέλει να μπορεί να μιλάει για όλες;
Δ. Κ. Τάσεις υπάρχουν απλώς δεν έχουν ερευνηθεί σε βάθος. Πιστεύω ότι, εάν θέλουμε να είμαστε επαγγελματίες, οφείλουμε να περιορίζουμε το γνωστικό μας αντικείμενο. Δεν τα ξέρουμε όλα… Μπορεί να έχουμε γενικές γνώσεις αλλά αυτό δεν μας καθιστά καθ’ ύλην αρμόδιους…
Μ. Ζ. Μπορεί η τέχνη της χώρας μας να εξηγηθεί ως παραλλαγή, μίμηση της κυρίαρχης τέχνης της Δύσης ή ως “εξωτική” τέχνη της περιφέρειας;
Δ. Κ. Θα αναφερθώ στους καλλιτέχνες της δεκαετίας του 1960 οι οποίοι ναι μεν ‘έφεραν’, ως βίωμα και παιδεία, την ακαδημαϊκή ελληνική τέχνη της εποχής αλλά αυτά τα στοιχεία τα ενσωμάτωσαν, τα επεξεργάστηκαν, άλλοι επιτυχώς άλλοι όχι, με τα σύγχρονα μέσα της εποχής ώστε να διαμορφώσουν μια διεθνή γλώσσα αλλά και να ενταχθούν στο διεθνές εικαστικό γίγνεσθαι. Παρόλα αυτά με εκπλήσσει, ακόμα και τώρα, το γεγονός ότι κάποιοι καλλιτέχνες αυτής της γενιάς ‘προσεταιρίστηκαν’, μιμήθηκαν όπως αναφέρεις, με ιδιαίτερη ευκολία κινήματα ή αναζητήσεις της εποχής, -άγνωστα ακόμα στην Ελλάδα- με αποτέλεσμα να ‘στεφθούν’ από μια πρωτοπορία η οποία δεν τους ανήκει. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και σήμερα απλώς λόγω της ταχύτητας της ενημέρωσης είναι λιγότερο, προς το παρόν, εμφανές. Βέβαια, δεν υπάρχει ακόμα και η ιστορική απόσταση. Παρά το γεγονός ότι δε μου αρέσουνε οι γενικές και αόριστες τοποθετήσεις νομίζω ότι η Ελληνική Σύγχρονη Τέχνη -εάν μπορούμε πλέον να ορίζουμε την τέχνη ως Ελληνική, Γαλλική κτλ.-κατά ένα μεγάλο ποσοστό είναι περιφερειακή. Διακρίνω τα τελευταία είκοσι χρόνια μια ιδιαίτερη ευκολία στην κεκαλυμμένη μίμηση, ένα είδος τυχαρπασμού -σκληρή λέξη- ο οποίος καλύπτεται από την τεχνική και που οδηγεί σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων και όχι σε μια ουσιαστική παρατήρηση, έρευνα κτλ.

Ο Μανώλης Ζαχαριουδάκς είναι καλλιτέχνης
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης

4 Δεκ 2012

Οι άνθρωποι της τέχνης: Ο Ξενής Σαχίνης συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου

Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με την δρ. Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…


Ξενής Σαχίνης: Τι κάνει ένα έργο να το κατατάξουμε στη μνήμη μας ως ενδιαφέρον;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Εξαρτάται από το ‘είδος’ του θεατή. Οι μηχανισμοί είναι πολλαπλοί. Άλλο μηχανισμό αναπτύσσει ο μη μυημένος θεατής, άλλο ο μυημένος, ο καλλιτέχνης, ο ιστορικός της τέχνης κ.τ.λ. Όσο πιο ‘διαστροφική’ σχέση έχει κάποιος με το αντικείμενο-έργο τόσο περισσότερο η μνήμη λειτουργεί ‘επιλεκτικά’ ως προς το έργο. Συνήθως λειτουργεί βιωματικά. Ένα είδος προέκτασης, ταύτισης των βιωμάτων και της παιδείας του καθενός ‘διεγείρει’ τον εγκέφαλο ώστε να ‘αποθηκευτεί’, δηλαδή η μνήμη δε λειτουργεί ποιοτικά αλλά μέσω της πρόσληψης και της αντίληψης του κάθε θεατή.
Ξ.Σ: Ti σημαίνει σύγχρονο έργο για σας και τι μοντέρνο;
Δ.Κ.: Η κυριολεκτική έννοια των λέξεων. Το σύγχρονο έργο διαμορφώνεται στο παρών, στο τώρα. Το μοντέρνο ορίζεται, αρχής γενομένης, από τη φράση του Baudelaire μέχρι και το 1960. Πολλές φορές όμως αυτός ο ιστορικός διαχωρισμός ανατρέπεται με την έννοια ότι ‘σύγχρονα’ έργα, λόγω της εικαστικής γλώσσας που επεξεργάζονται, μπορεί να είναι εντελώς ακαδημαϊκά ή απλώς η γλώσσα τους να μην ανατανακλά το ‘τώρα’, το παρόν.
Ξ. Σ.: Η ποιότητα συνδέεται απαραίτητα με το ύφος της φόρμας και τα εκφραστικά μέσα ή είναι κάτι διαχρονικό;
Δ. Κ.: Τα πλαστικά μέσα αντανακλούν την έρευνα του καλλιτέχνη, τις αναζητήσεις του, τις αγωνίες του, τον εγγράφουν στην εποχή του. Η διαχρονικότητα προκύπτει από το ιστορικό πλαίσιο γι’ αυτό και οφείλουμε να έχουμε μια ιστορική απόσταση τουλάχιστον πενήντα χρόνων ώστε να μελετηθεί η ιστορία του καλλιτεχνικού έργου, η ιστορία της τέχνης.
Ξ. Σ.: Πιστεύετε ότι ο κριτικός και ο ιστορικός τέχνης πρέπει να έχουν την εμπειρία του διαλόγου με τον καλλιτέχνη, επί ίσοις όροις, όταν αυτός δημιουργεί ή εκ των υστέρων μπορούν να συνδιαλέγονται μαζί του.
Δ. Κ.: Είναι δύο διαφορετικές σχέσεις, αυτή του κριτικού και του ιστορικού. Ως ιστορικός προτιμώ την εκ των υστέρων ‘συνομιλία’ με τον καλλιτέχνη και το έργο του. Ο κριτικός τέχνης όμως ‘απολαμβάνει’ την αμεσότητα των ερωτηματικών, αγωνιών, λύσεων του καλλιτέχνη με αποτέλεσμα η σχέση να είναι, πολλές φορές, διαδραστική και επί ίσοις όροις, γιατί την ώρα του διαλόγου παράγουν συγχρόνως, μέσω του ξετυλίγματος της σκέψης.
Ξ. Σ.: Ο πρωτογενής λόγος του καλλιτέχνη είναι για σας σημαντικός; Είναι σημαντική η ανεξάρτητη πορεία ενός καλλιτένη ή πρέπει αυτός να ευθυγραμμίζεται με τις υποθέσεις (rojects) των θεωρητικών;
Δ. Κ. Όχι δεν είναι σημαντικός για μένα. Μου έχει συμβεί να διαπιστώνω ότι ο καλλιτέχνης με το λόγο του αποδυναμώνει το ίδιο του το έργο του. Για μένα το να παρατηρώ την εξέλιξη της καλλιτεχνικής διαδικασίας ενός καλλιτέχνη είναι ήδη ‘λόγος’. Η ερώτησή σας μου θυμίζει τα γραπτά του Kandinsky ή του Klee που ενώ δίνουν μια πληθώρα θεωριών και σκέψεων δεν συμβαδίζουν με το καλλιτεχνικό παραχθέν αντικείμενο. Ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι ανεξάρτητος από τις όποιες θεωρητικές θέσεις του θεωρητικού, ιστορικού τέχνης. Διαφορετικές προσεγγίσεις, διαφορετικές ερμηνείες.
 
 
Ο Ξενής Σαχίνης είναι καλλιτέχνης.
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης.