“Το μέσον είναι το μήνυμα διότι είναι αυτό που πλάθει και ελέγχει την κλίμακα και το είδος συνεργασίας των ανθρωπίνων δράσεων”,[1] είναι αυτό που στην ουσία δίνει έννοια στην ζωή περισσότερο και από το ίδιο το γεγονός, είναι αυτό όπου διαμορφώνει το συναίσθημα μέσα από μια ισχυρή πληροφορία και που δημιουργεί την καθημερινότητα και σχηματίζει την εξάπλωση της.
Το ισχυρότερο μέσον, όπως όλοι γνωρίζουμε, αυτό που μπορεί να μεταφέρει ένα άμεσο η έμμεσο μήνυμα, είναι η εικόνα, αφού είναι αυτή που χειραγωγεί τον πνευματικό μας κόσμο.
Την δύναμη της εικόνας την καθορίζει η επιλογή του θέματος, αφού όσο περισσότερο γίνεται αντιληπτό τόσο περισσότερο η επιβολή της, στον παρατηρητή, γίνεται αυτόματα.
Το ερώτημα που δημιουργείται σε παρόμοιες παρατηρήσεις είναι η σχέση της τέχνης με την εικόνα και η χρήση της από τα εκάστοτε κέντρα εξουσίας που την διαμορφώνουν.
Το ερώτημα που δημιουργείται σε παρόμοιες παρατηρήσεις είναι η σχέση της τέχνης με την εικόνα και η χρήση της από τα εκάστοτε κέντρα εξουσίας που την διαμορφώνουν.
Ας μην ξεχνάμε ότι αρωγός της τέχνης από την Αναγέννηση μέχρι τον 19ο αιώνα, ήταν κατ’ εξοχή τα πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα, με αποτέλεσμα να έχει διαμορφωθεί ένα είδος θεματικής τυπολογίας, η οποία ανάλογα με την εποχή, σχηματοποιούσε την οπτική και αισθητική αντίληψη του συνόλου.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι κατά την διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων, τα ευρωπαϊκά καθεστώτα θα εφαρμόσουν μια πολιτική ομογενοποίησης της μάζας, μέσα από την προπαγάνδα και την διαφήμιση, όπου για να επιτύχουν τον στόχο τους ανατρέχουν στην τέχνη και στους καλλιτέχνες.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι κατά την διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων, τα ευρωπαϊκά καθεστώτα θα εφαρμόσουν μια πολιτική ομογενοποίησης της μάζας, μέσα από την προπαγάνδα και την διαφήμιση, όπου για να επιτύχουν τον στόχο τους ανατρέχουν στην τέχνη και στους καλλιτέχνες.
Αυτού του είδους η συνεργασία δεν υφίσταται βέβαια για πρώτη φορά, αυτό όμως που αποτελεί νέο στοιχείο είναι η συνεργασία των καλλιτεχνών με τις πολιτικές και οικονομικές εξουσίες, όπου για πρώτη φορά συμπίπτουν οι σκοποί και τα μέσα και των δύο πλευρών, όπως παραδείγματος χάρη έγινε στην οργάνωση της Διεθνής Έκθεσης Τεχνών και Τεχνικών στο Παρίσι το 1937.
Ήδη στο τέλος του 19ου αιώνα ο Gustave Le Bon προέβλεπε ότι η χιλιετία που ακολουθεί θα είναι αυτή του όχλου. Το βιβλίο του “Η Ψυχολογία του όχλου”, μεταφρασμένο σε δεκαοκτώ γλώσσες από το 1895 μέχρι το 1972, αποτελεί την πρώτη μοντέρνα απόπειρα που στοχεύει σε μια θεωρία της εξουσίας όσο αφορά την χειραγώγηση του όχλου και την ανικανότητα της εξουσίας στην διατύπωση σκέψης, ώστε η ιδιαίτερη ευαισθησία της στην εικόνα να αποτελεί και το δόρυ της.
Δεν διανύουμε άλλωστε την εποχή της εικόνας; δεν διαπιστώνουμε την αδυναμία διατύπωσης της σκέψης; δεν σχολιάζουμε την αδυναμία και το αδιέξοδο του πολιτικού λόγου; δεν κατακλυζόμαστε από κάθε είδους κλισέ εικόνων ώστε η μείωση της αντίληψης και κατ’ επέκταση της αντίδρασης να ελαχιστοποιείται; δεν μελετάται η συμπεριφορά των δυναμικών που διαμορφώνουν την εικόνα ώστε να γίνεται και αντικείμενο κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής μελέτης; με αποτέλεσμα να διατρέχουμε τον κίνδυνο της εξαφάνισης της έκφρασης του ατομικού εγώ, στο όνομα ενός καλλιτέχνη που εκφράζει το σύμβολο της πιο βαθιάς ένωσης της ψυχής και του αίματος με το έθνος. Το πάθος, αυτό το συναίσθημα που δίνει ζωή στο έργο τέχνης, μπορεί να καταλήξει να υπηρετεί την εθνική κοινότητα, αφαιρώντας κάθε ατομικό δεδομένο.
Ο Ηλίας Παπαηλιάκης είναι ένας από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που έχει συνείδηση του προπαγανδιστικού ρόλου της εικόνας, με την “προέλευση του μύθου” αποποιείται, συνειδητά, την προσωπική επαφή μέσα από την αναπαραγωγή εικόνων - κλισέ και μ’ ένα ήπιο και συγχρόνως επιθετικό μέσο, όπως είναι το μολύβι, προσπαθεί να κατανοήσει την κοινωνική συμπεριφορά των εικόνων του 17ου αιώνα, αυτής των αμφισβητιών της δεκαετίας του είκοσι και του τριάντα, των σημερινών image- maker.
Ο ίδιος δηλώνει ότι η τέχνη είναι πρόφαση, είναι ένας τρόπος να μην βρισκόμαστε στο περιθώριο με αποτέλεσμα να στέκεται απέναντι στο έργο του ως ένας συνυπεύθυνος παρατηρητής.
Με την αναπαραγωγή και την μεγιστοποίηση της κλίμακας των έργων, ο Παπαηλιάκης “προκαλεί” την ουδετερότητα των αντιδράσεων μας, μέσα από μια οπτικοποίηση των εικόνων που σηματοδότησαν τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις.
Η τέχνη γι’ αυτόν γίνεται εργαλείο υπογράμμισης ενός ομογενοποιημένου συνόλου, το οποίο ανεξάρτητα από τα ειδικά χαρακτηριστικά, εξαρτάται πάντα από την δύναμη της έννοιας, η οποία όσο παραμένει υποβόσκουσα, κρυμμένη, τόσο η εικόνα αποκτά την δύναμη της μίμησης, ενώ όσο η ένταση της εκδήλωσης της μεγιστοποιείται γίνεται έννοια αυτής της ίδιας.
“Η τέχνη στοχεύει να αποτυπώσει συναισθήματα και όχι να εκφράσει, μας τα υπαγορεύει και όταν βρίσκει, περισσότερο αποτελεσματικά μέσα αποποιείται, με μεγάλη της χαρά, την μίμησης της φύσης”,[2] σημείωνε Bergson, ο Ηλίας Παπαηλιάκης αναιρώντας την έκφραση ή την αποτύπωση συναισθημάτων αναρωτιέται, όπως ο Maurice Denis το 1935, για τους δεσμούς που ενώνουν την ζωγραφική με τις “συλλογικές ανάγκες”.
[1] Marshall McLuhan, Understanding Media : The Extension of Man, New York, 1964, p. 24
[2] H. Bergson, Essais sur les données immediates de la conscience, Alcan, Paris 1904, p.11
[2] H. Bergson, Essais sur les données immediates de la conscience, Alcan, Paris 1904, p.11