Με αφορμή τη παρουσίαση των έργων του Βασίλη Βασιλακάκη, Νικόλα Μπλιάτκα, Σωτήρη Πανουσάκη και της Ελευθερία Ρούσσου και τον τρόπο με τον οποίο οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες διαχειρίζονται την εικόνα, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν αυτές οι εικόνες την αυγή του 21ου αιώνα.
Αρχικά οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι η επιλογή του τίτλου Images –ρίζα του λατινικού imago- οφείλεται στην επιθυμία μας αφενός, να αποφύγουμε την σύγχυση με την θρησκευτική βυζαντινή εικόνα και αφετέρου να υπογραμμίσουμε ότι η υπογράφουσα θεωρεί ως εικόνα το σύνολο των σημείων αυτών (πραγματικών ή μη) στα οποία συγκλίνουν - μετά από το πέρασμα τους από ένα οπτικό σύστημα- οι φωτεινές ακτίνες.
Στη προκειμένη περίπτωση αυτό που μας ενδιαφέρει είναι με ποιον τρόπο αυτές οι εικόνες έχουν εξελιχθεί στην σύγχρονη εποχή όπου από την αλμπερτιανή λογική βρισκόμαστε στη χρήση των «νέων» εικόνων.
Οι νέες αυτές εικόνες έχουν μια τεχνική ιδιαιτερότητα, σε αντίθεση με τις οπτικές και ηλεκτρονικές (φωτογραφία, κινηματογράφος, τηλεόραση), είναι ψηφιακές.
Ο Σωτήρης Πανουσάκης είναι ο κατεξοχήν ζωγράφος που χρησιμοποιεί την ψηφιακή εικόνα ώστε να ανασυνθέσει το εικαστικό του αντικείμενο με τρόπο ώστε να υπονομεύει, συνειδητά, τα όρια της ψηφιακής εικόνας. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στην ζωγραφική επεξεργασία της ψηφιακής εικόνας, αφού απομονώνοντας τη, της αποδίδει αφενός τα πλαστικά αυτά στοιχεία της ζωγραφικής, αφετέρου υπογραμμίζει ότι η ψηφιακή εικόνα δεν είναι παρά ένα μέσο που του παρέχει τη λεπτομέρεια της.
Στο έργο του ο Πανουσάκης ενώ δεν τον απασχολεί η δόμηση του χώρου, υπογραμμίζει όλη αυτήν την διαδικασία του χρώματος με τρόπο ώστε να προκαλεί στο θεατή την εντύπωση ότι το έργο του βρίσκεται στα όρια της παράστασης και της αφαίρεσης.
Οι «ψηφιακές» επιφάνειες επεξεργασμένες ζωγραφικά δημιουργούν την αυταπάτη ενός έργου καθ’ όλα ζωγραφικό, όπου το ελάχιστο σημείο, η ελάχιστη ψηφίδα, γίνεται το σημείο αναφοράς και η υποδομή του χρώματος, η αφετηρία της εικόνας.
Ο Βασίλης Βασιλακάκης αντίθετα, επικεντρώνεται στο είδος
των εικόνων αυτών που αμφισβητούν τα όρια μεταξύ οπτικής και ψηφιακής εικόνας, μεταξύ φωτογραφίας και ζωγραφικής.
Ο καλλιτέχνης ενώ με την οπτική εικόνα δημιουργεί το χώρο, το αντικείμενο και την εικόνα του ως μία camera obscura, δηλαδή ανά-παριστά το αντικείμενο του, στη συνέχεια επεξεργάζεται ψηφιακά, την εικόνα που έχει επιλέξει συνειδητά από τον περιβάλλοντα χώρο, την διαφοροποιεί αφού αυτές οι εικόνες μπορούν να παρουσιάσουν το αντικείμενο μέσα από μια πληθώρα οπτικών γωνιών.
Ο Βασιλακάκης επιλέγει να τονίσει αυτή την πλευρά του αντικειμένου-εικόνα που οριοθετείται ανάμεσα στο φωτογραφικό-ψηφιακό χώρο και τον εικαστικό.
Οι διαχωριστικές λεπτές γραμμές , όπως ακριβώς το έθεσε ο μεταμοντερνισμός.
Πρόκειται δηλαδή για εικόνες με όλη την δύναμη της εικόνας, οι οποίες όμως δεν είναι ποτέ εξολοκλήρου ορατές, εικόνες που δεν ανήκουν πλέον στην αναπαράσταση, ούτε σε κανενός είδους τοπολογία αφού με την ζωγραφική επέμβαση την καταστρέφει.
Ο καλλιτέχνης θίγει ιδιαίτερα εύστοχα, μπορούμε να πούμε, τα όρια του πραγματικού και του μη πραγματικού της εικόνας και πως η διαχείριση της αποτελεί μια απεριόριστη σύνθεση εικόνων.
Ο Νικόλας Μπλιάτκας, ανήκει σ’ αυτούς τους καλλιτέχνες που διαχειρίζονται την εικόνα μέσα από την δόμηση του επίπεδου χώρου, αρνούμενος κάθε άλλη οπτική των νέων εικόνων, με αποτέλεσμα να δηλώνει ότι η σύνθεση του χώρου βασίζεται στα ζωγραφικά μέσα και στα υλικά.
Ευαίσθητος στην προσέγγιση της επιλογής του θέματος ο καλλιτέχνης αποδίδει την εικόνα μέσα από πλήρη ταύτιση του σημαινόμενου και του σημαίνοντος, ενώ συγχρόνως το υποκείμενο-έργο- χάνει, -μέσα από την σύνθεση- την ικανότητα να δομεί προοπτική βάθους.
Η σχέση μεταξύ του θεατή και της εικόνας δεν ακολουθεί πλέον την επιβεβλημένη σχέση που ορίζεται από τη γεωγραφική θέση του θεατή, αλλά πρόκειται για μια μετωπιαία σχέση η οποία διαμορφώνεται όμοια από οποιαδήποτε γεωγραφική θέση.
Ο Μπλιάτκας δημιουργεί επίσης και ένα είδος αντιστρεφόμενης εικόνας η οποία στο σύνολο της λειτουργεί σαν μια συνεχόμενη οριζόντια προέκταση του βλέμματος, αλλά και συγχρόνως μπορεί να λειτουργήσει και ως μια αυτόνομη ενότητα, μέσα από την απλή αντιστροφή της.
Το στοιχείο αυτό μας υπογραμμίζει την επιθυμία του καλλιτέχνη να επεκτείνει, χωρίς περιορισμούς, την νοητή αντίληψη της εικόνας.
Τέλος η Ελευθερία Ρούσσου πιο εγκεφαλική, μας εισάγει σε μια αντίληψη της εικόνας όπου πρωτίστως κυριαρχεί η σύλληψη της ιδέας την οποία. στη συνέχεια επεξεργάζεται και ψηφιακά.
Στην προκειμένη περίπτωση η Ρούσσου χρησιμοποιεί για τη δημιουργία των εικόνων της το σχήμα ενός αντικείμενο που ήδη υπάρχει το οποίο όμως το επεξεργάζεται έτσι ώστε να υπογραμμίσει ότι αυτό που την ενδιαφέρει περισσότερο είναι το σημαινόμενο του αντικειμένου.
Στη συνέχεια βασιζόμενη σε αυτό, διαμορφώνει πλέον ένα άλλο αντικείμενο, ένα αντικείμενο ab nihilo.
Οι ψηφιακές λέξεις είναι αυτές που καθορίζουν την νέα σχέση του αντικειμένου ab nihilo με το σημαινόμενου του προηγούμενου.
Το έργο της καλλιτέχνιδας χαρακτηρίζεται, μπορούμε να πούμε, εκτός από την σύλληψη και υλοποίηση της ιδέας και από την επιθυμία της να δημιουργήσει εύθραυστες εικόνες και έννοιες, μέσα πολλές φορές και από την χρήση άλλων εύθραυστων υλικών.
Οι εικόνες της δεν γίνονται ποτέ ορατές εξολοκλήρου, ρευστές στην αφήγηση, αναπαράγονται, μεταδίδονται στο χώρο και χρόνο, συνθέτουν μια οπτική διάχυση ενός γλωσσολογικού σπέρματος.
14 Οκτ 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου