30 Οκτ 2009
“Le présent du passé, c'est la mémoire; le présent du présent, c'est l'attention
actuelle; le présent de l'avenir, c'est son attente. » (1)
Rania’s Bellou artwork is characterized by various aspects and subjects, by the reflection of the body in a trans-subjective space transforming the image, allowing it to build the experience of a present which exceeds itself and has as unique goal its development.
Photography, as the substantial artistic background, is for the artist a material-to-be offering the opportunity to highlight the relation between visible and invisible.
Besides, the invention of photography prevented the "present" from being drawn into the invisible side of history, didn't it?
This story is produced by Rania Bellou, she made it available to time, but also to the performance of the other through the extension of the “Other”.
The shabby, old photos, past stories not belonging to anyone anymore but the "Other", processed, create a fake "dialogue" between the represented figures, the artist and the audience.
They create, let’s say, a kind of romantic and social touch, where the object of the representation is evolved to the object of reality.
The reproduction of the image in the artwork serves as the installation desire of the temporary images of a mirror reflecting its extension, the idol, but also the invisible side of our desire as a kind of worship to Prometheus stopping the ongoing wear of the images through the relation of past-present-future.
The potential of her artwork cannot only found in the use of new media being used, like video-screenings with animations, or even in the traditional Japanese technique “origami”, which gives to her artworks-at first reading-a childlike, but also fragile approach, but in her intention to explore these spaces, where the time of the look means for her pause, movement, anti-movement, meeting point of phantasy and symbolism, that is of a dialectic making obvious the time progress.
A time progress being supplemented by the pedagogic, but also active involvement of the audience challenging in that way the memory of the “Other”.
“Le présent du passé, c'est la mémoire; le présent du présent, c'est l'attention
actuelle; le présent de l'avenir, c'est son attente. » (1)
Το έργο της Ράνιας Μπέλλου χαρακτηρίζεται, μέσα από τις διάφορες εκφάνσεις και θεματικές, από την αναπαράσταση του σώματος σ' ένα δι-υποκειμενικό χώρο ο οποίος μεταλλάσσει την εικόνα,
της επιτρέπει να κατασκευάσει την εμπειρία ενός παρόντος που ξεπερνά πάντα τον εαυτό του και που έχει ως μοναδικό στόχο την ανάπτυξη του.
Η φωτογραφία, ως ουσιαστικό καλλιτεχνικό υπόβαθρο, λειτουργεί για την καλλιτέχνιδα ως ένα εν δυνάμει υλικό που της επιτρέπει να υπογραμμίσει τη σχέση αυτή του ορατού με το αόρατο.
Η εφεύρεση εξάλλου της φωτογραφίας δεν είναι αυτή που εμπόδισε το “παρόν” να βυθισθεί στο αόρατο της ιστορίας;
Αυτήν την ιστορία η Ράνια Μπέλλου την ανασύρει, την καθιστά διαθέσιμη στο χρόνο αλλά και στην ερμηνεία του άλλου μέσα από την προέκταση του “Άλλου”.
Οι φθαρμένες, παλιές φωτογραφίες, ιστορίες ενός παρελθόντος που δεν ανήκουν πλέον σε κανένα, παρά στον “Άλλο”, επεξεργασμένες ψηφιακά, δημιουργούν ένα εικονικό “διάλογο”, μεταξύ των αναπαριστόμενων, της καλλιτέχνιδας και του θεατή.
Δημιουργούν, μπορούμε να πούμε, ένα είδος ρομαντικής και κοινωνικής συνεύρεσης όπου το αντικείμενο της αναπαράστασης εξελίσσεται σε αντικείμενο της πραγματικότητας.
Η αναπαραγωγή της εικόνας στο έργο της καλλιτέχνιδας λειτουργεί ως επιθυμία εγκατάστασης φευγαλέων εικόνων ενός καθρέπτη που αναπαριστά την προέκτασης μας, το είδωλο αλλά και το αόρατο της επιθυμίας μας ως ένα είδος λατρείας στον προμηθεακό χαρακτήρα που σταματά την συνεχή φθορά των εικόνων μέσα από τη σχέση του παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.
Η δυναμική του έργου της δεν βρίσκεται στη χρήση των νέων μέσων που χρησιμοποιεί όπως, βίντεο-προβολές με κινούμενες εικόνες, ή ακόμα την παραδοσιακή γιαπωνέζικη τεχνική οριγκάμι, τα οποία και προσδίδουν στα έργα της- σε μια πρώτη ανάγνωση- μια παιγνιώδη αλλά και εύθραυστη προσέγγιση, αλλά στην πρόθεσή της να εξερευνήσει τους χώρους αυτούς όπου ο χρόνος του βλέμματος αποτελεί για την ίδια παύση, κίνηση, αντι-κίνηση, τόπο συνάντησης του φαντασιακού και του συμβολικού, δηλαδή μιας διαλεκτικής που καθιστά εμφανή τη χρονική εξέλιξη.
Μια χρονική εξέλιξη που συμπληρώνεται από την παιδαγωγική αλλά και ενεργή συμμετοχή του θεατή προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο την μνήμη του “Αλλου”.
(1) Saint Augustin, Les confessions, Livre XI, chap. Xx, Paris, La Pléiade Gallimard, 2002, n.p.
7 Οκτ 2009
Social and Artistic Praxis
Κάθε καλλιτεχνική πράξη αποτελεί μέρος κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής πράξεως. Τούτη διαδραματίζεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και «έχει» τον καιρό της.
Η έννοια της πράξης προέρχεται από τη φιλοσοφία του Κάρλ Μάρξ και απαντάται με διάφορες μορφές και εκδοχές σε πλείστες όσες παραφυάδες της μαρξιστικών καταβολών στόχασης. Η έννοια της κοινωνικής πράξης αποτελεί ακόμη και σήμερα αναπόσπαστο τμήμα ριζοσπαστικών κοινωνικών φιλοσοφιών που έχουν την αφετηρία τους στις κριτικές αναψηλαφήσεις και στις στοχαστικές διεισδύσεις στο χεγγελιανό φιλοσοφικό οικοδόμημα από τον Κάρλ Μαρξ και την περίφημη αναστροφή της σκέψης του Εγέλου σε υλιστική κατεύθυνση.
Αν, ωστόσο, για τον γερμανό ιδεοκράτη, η γλαύκα της Αθηνάς ξεκινούσε το πέταγμά της το βράδυ, ως επακόλουθο και ως ερμηνεία μιας πράξης που προηγείται, ο μαθητής του από το Τρίερ επικεντρώνεται στην κοινωνική πράξη ως φιλοσοφική κατηγορία για να καταλήξει στην περίφημη θέση για τους φιλόσοφους που οφείλουν να αλλάξουν τον κόσμο.
Η πράξη, ωστόσο, δεν πρέπει να νοηθεί απλώς ως δράση, ούτε ως οδηγία προς μια συγκεκριμένη πρακτική συμπεριφορά. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε πράξη, πέρα από τη χρήση της στην καθημερινή γλώσσα, δεν είναι τίποτε άλλο από τον συγκερασμό των σημασιών των δύο αρχαιοελληνικών ρημάτων, του «ποιείν» και του «πράττειν».
Στην καθημερινή συνείδηση είναι πρόχειρη η διάκριση ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη. Τούτος ο δυϊσμός έχει και την ιδιαίτερη εκδοχή του στην παράδοση του φιλοσοφικού στοχασμού. Η φιλοσοφία της πράξεως, σε όλες τις μεταχεγγελιανές εκδοχές της, βάλλεται με το χεγγελιανών καταβολών επιχείρημα, ότι η θεωρία παραμένει και οφείλει να παραμένει πάντοτε θεωρία, η οποία απλώς αναλύει την πράξη και η όποια επίδρασή της στην πράξη δεν επιφέρει την αυτοαναίρεσή της ως θεωρία.
Στον αντίποδα η φιλοσοφία της πράξης προτάσσει το επιχείρημα ότι γνωρίζουμε το όν ενόσω το διαμορφώνουμε. Η «γνώση» που μας παρέχει η καλλιτεχνική πράξη αφορά, εν πολλοίς, και τούτη τη διαδικασία γνώσεως των όντων μέσα από τη διαμόρφωσή τους.
Ο στοχαστής και ο καλλιτέχνης κινούνται στο πλαίσιο της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα σε αυτό που οι φαινομενολόγοι ονομάζουν βιόκοσμο (Lebenswelt) και την ταυτόχρονη κριτική αποστασιοποίηση από αυτόν. Ο βιόκοσμός μας είναι το δεδομένο από το οποίο προσδιοριζόμαστε και από το οποίο επιχειρούμε να εξέλθουμε υπερβαίνοντας τα όρια που μας θέτει μέσω της καταύγασής του. Η κοινωνική πραγματικότητα – η ελληνική λέξη παραπέμπει στην έννοια της πράξεως, όπως και η λέξη πράγμα- δεν μπορεί να κατανοηθεί ως ένα πεδίο απλών δεδομένων. Η πραγματικότητα δεν είναι άθροισμα δεδομένων. Οι εμπειρίες του βιόκοσμου δεν είναι ποτέ «καθαρές» εμπειρίες. Ένας τέτοιος ισχυρισμός από γνωσιοθεωρητική σκοπιά θα ήταν αφελής. Η εμπειρία εμπίπτει στην πράξη της ζωής. Τούτη διαπερνάται από αυτό που ονομάζουμε παράδοση, αλλά και από αυτό που ονομάζουμε «ιδεολογία». Η πραγματικότητα δεν είναι δεδομένη, αλλά κάτι μπορεί να εμφανιστεί «ως κάτι» μόνο στον ορίζοντα μιας διυποκειμενικής κατανόησης, ως αποτέλεσμα κοινωνικής πράξεως.
Η καλλιτεχνική πράξη είναι μια ιδιαίτερη μορφή κοινωνικής πράξεως. Ακόμη και σε εκείνες τις «αισθητικές» θεωρήσεις, που προβάλλουν ένα είδος αριστοκρατικής αντίληψης απέναντι στην κοινωνική πράξη, π.χ. σε εκείνη του Th. Adorno, απομένει πάντοτε ένα στοιχείο σύνδεσης με την τελευταία, και μάλιστα ως δυνατότητα μεταβολής της πραγματικότητας. Ακόμη και στις περιπτώσεις που η «προχωρημένη τέχνη» φαίνεται να απο-μακρύνεται από την κοινωνική πράξη και πραγματικότητα, τούτο δεν οφείλεται στα καλλιτεχνικά έργα, αλλά η κατάσταση τούτης της αποστασιοποίησης βαρύνει, κατά τον Adorno, την πραγματικότητα.
Από την άλλη η τέχνη έχει τη δυνατότητα να άρει την εμπειρική πραγματικότητα και να «συγκεκριμενοποιήσει τη σχέση προς εκείνο που έχει αρθεί» και αυτό το στοιχείο συγκροτεί «την ενότητα του αισθητικού και κοινωνικού της κριτηρίου και έχει για αυτό ένα είδος προνομίου».
Ο Adorno προχωράει παραπέρα στις αναλύσεις του χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη λογοτεχνία και υποστηρίζοντας ότι το έργο τέχνης συμπορεύεται με την κριτική σκέψη και συγκλίνει με το φιλοσοφικό στοχασμό: «Η αλήθεια του έργου τέχνης που ξεδιπλώνεται προοδευτικά δεν είναι καμία άλλη από εκείνη της φιλοσοφικής έννοιας…. »
Παρότι η φιλοσοφία κινείται στο χώρο της γλώσσας, όπως και η λογοτεχνία στην οποία αναφέρεται ο Adorno, και σε μια σειρά από τέχνες του χώρου της εικόνας εντοπίζουμε σχέσεις με το λόγο, εδώ ο σύγχρονος φιλοσοφικός αναστοχασμός (π.χ. Bernhard Waldenfels) διαπιστώνει, αναφορικά με την «Ορατότητα των αντικειμένων στην εικόνα», ότι «οι τάξεις του ορατού και του ρητού, παρόλες τις διαφορές, παραπέμπουν δομικά η μία στην άλλη και περιορίζουν η μία την άλλη υλικά».
Ας επανέλθουμε στην πράξη ως θεμελιώδη κατηγορία φιλοσοφικού αναστοχασμού. Από τη φιλοσοφική ανθρωπολογία του Arnold Gehlen γνωρίζουμε τη σημασία που προσδίδεται στην πράξη ως βασικό στοιχείο διαφοροποίησης του «μη καθορισμένου ζώου» (nicht festgestelltes Tier) από τα υπόλοιπα ζώα του πλανήτη. Η πράξη εδώ, δεν συσχετίζεται μόνο με τη διαδικασία της ανθρωπογένεσης, αλλά ορίζεται ως βασικό στοιχείο της conditio humana. Από το «ανειδίκευτο της φύσης» του ανθρώπου ο A. Gehlen, συμπεραίνει ότι τούτος «έχει να γεννήσει τους όρους της διαβίωσής του», δηλαδή ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από μια σχετική «έλλειψη» ως προς τη σχέση του προς το περιβάλλον στο οποίο ζει και κινείται. Επειδή ο άνθρωπος δεν είναι «εξειδικευμένος» στην προσαρμογή σε ένα περιβάλλον το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία την αυτενέργεια (Selbsttaetigkeit) του ώστε να μπορεί ο , λόγω έλλειψης εξειδικευμένης προσαρμογής στο φυσικό περιβάλλον, ανίσχυρος άνθρωπος να ανταποκριθεί και να καταστήσει δυνατή την φυσική του ύπαρξη και τούτο γίνεται μέσω «εμπειρικών και ελεγχόμενων πράξεων». Ο προσανατολισμός του στο «άπειρο πεδίο των εκπλήξεων» στο οποίο κινείται, όπου δε λειτουργεί, όπως τα ζώα, ενστικτωδώς και με οικονομία στα ερεθίσματα, δεν προκύπτει κατά τον A. Gehlen «θεωρητικά», αλλά πρακτικά. Ο άνθρωπος, σε αντίθεση με το ζώο, προχωράει σε μια «ενεργή μετεργασία του πεδίου έκπληξης σε έναν διαθέσιμο και σε έναν εποπτεύσιμο κόσμο συμπυκνωμένων υπαινιγμών από προσδοκώμενα ερεθίσματα και αποτελέσματα…»
Οι αναφορές αντίθετα στην έννοια της κοινωνικής πράξεως δεν αφορούν ανθρωπολογικές προσεγγίσεις του ζητήματος της πράξεως΄ περιστρέφονται γύρω από μια σειρά από παρεμφερείς και συγγενικές έννοιες που αφορούν την ανθρωπολογική καταβολή του ανθρώπινου, αλλά σχετίζονται και με την πολιτισμική παρουσία του ανθρώπου.
Η ανθρωπολογική διάκριση, ανάμεσα στην εργασία και την πράξη, που έχει προταθεί από τον J. Habermas, θεμελιώνεται μεν αναλυτικά – η εργασία αφορά την «ποίηση», παραγωγή ενός πράγματος , ενώ η πράξη αφορά στη διαμόρφωση των ανθρωπίνων σχέσεων -, αλλά απομακρύνει από τη θεμελιώδη σύνθεση της φιλοσοφίας της πράξης, η οποία δεν θέτει «ως βάση και κινητήρα της ιστορίας την πραγμοποίηση της οικονομίας, αλλά την ζωντανή ανθρώπινη δραστηριοποίηση». Οι σχέσεις και οι συνθήκες στις οποίες ζει ο άνθρωπος είναι απόρροια της ανθρώπινης πράξεως: «…συνεπώς η κοινωνικά καθορισμένη παραγωγή των ατόμων είναι … το σημείο αφετηρίας…» (Κ. Μαρξ). Έτσι, η κοινωνική εργασία- παραγωγή-πράξη είναι η αφετηρία και ο στόχος της αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου ως κοινωνικού και ιστορικού όντος.
Σε αυτή τη διαδικασία της παραγωγής και αναπαραγωγής των συνθηκών και των σχέσεων της ανθρώπινης διαβίωσης η καλλιτεχνική πράξη – δημιουργία είναι μια άλλη λέξη από το ευρύτερο σημασιολογικό πεδίο των συναφών εννοιών με την πράξη- καταλαμβάνει έναν ιδιαίτερο ρόλο. Η σχέση της τέχνης με το βιόκοσμο στον οποίο κινείται και διαμορφώνεται το άτομο είναι δεδομένη. Η καλλιτεχνική πράξη κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα της «παράδοσης» και στην ανάγκη υπέρβασης των επιβεβλημένων από την «παράδοση» ορίων. Η πραγμάτωση ενός πολιτισμού ολοκληρώνεται με την σταδιακή απώθηση και τον παραγκωνισμό της επιδερμικής εμπειρίας της καθημερινότητας και της άκριτης αποδοχής των παραδόσεων. Στη θέση τους εμφανίζονται ιδανικά και κανόνες που έχουν μια σχεδόν φιλοσοφική, ή σε κάθε περίπτωση κριτική στάση. Στην γνώση αυτού του τύπου αναζητά ο φαινομενολόγος και το ενδεχόμενο μιας «μακρόπνοης αλλαγής της συνολικής πράξης της ανθρώπινης υπόστασης, δηλαδή όλης της πολιτιστικής ζωής» (E. Husserl).
Η σημερινή καλλιτεχνική εμπειρία καλείται να αντιμετωπίσει φαινόμενα άλωσης προνομιακών πεδίων της δραστηριοποίησής της από διάφορες πτυχές της οικονομίας (design, γραφιστική, διαφήμιση) που καταγράφονται ως καταιγισμός εμπορικών «σημείων» και «συμβόλων» και συνθέτουν, κατά μέγα μέρος, την καθημερινότητα της σύγχρονης κοινωνικής πράξεως. Σε συνθήκες «πραγμοποιημένων» και «αλλοτριωμένων» σχέσεων η καλλιτεχνική πράξη εύκολα ολισθαίνει προς πρόχειρες λύσεις, αλώνεται εκ τω έσω λόγω έλλειψης αναστοχασμού και τα παράγωγά της εκπίπτουν σε φερέφωνα του υπάρχοντος. Η αναγκαία σύνδεση της τέχνης με τη φιλοσοφία είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Η υπόμνηση του Th. Adorno έχει εδώ ακριβώς τη θέση της: «Η ιδιοφυής αισθητική εμπειρία πρέπει να γίνει φιλοσοφία ή δεν είναι τίποτα».
Η σχέση φιλοσοφίας και τέχνης όφειλε να είναι αυτονόητη. Η καλλιτεχνική πράξη είναι ένα ανοιχτό πεδίο ερμηνειών και δυνατοτήτων διεύρυνσης του κόσμου μας. Η τέχνη δεν είναι απλώς απόρροια ή αντανάκλαση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πράξης, όσο και αν εξαρτάται από αυτήν, αλλά ένα παιχνίδι – κα ως παιχνίδι μια πολύ σοβαρή υπόθεση- στην «κοσμοανοιχτωσιά» (M. Scheler) του ανθρώπου που προσθέτει συνεχώς «Είναι» στον κόσμο. Ο καλλιτέχνης αποδομεί και ανασυγκροτεί τον κόσμο που μας περιβάλλει. Η καλλιτεχνική πράξη ψηλαφίζει τα όρια του υπάρχοντος και τα δημιουργήματά της διανοίγουν ρωγμές και διόδους διαφυγής από την αλλοτριωμένη πραγματικότητα. Για τούτο ο καλλιτέχνης μπορεί να είναι δημιουργός με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο ή να μην είναι.
Όμηρος Ταχμαζίδης, Δημοσιογράφος
SOCIAL AND ARTISTIC PRAXIS
Every artistic praxis forms part of a concrete social praxis. This praxis takes place at a specific place and time, and “has” its own pace.
The concept of praxis stems from Karl Marx’s philosophy and can be found in various forms and versions in most branches of Marxist thought. Even today, the concept of social praxis forms an integral part of radical social philosophies that originate from Karl Marx’s critical re-evaluation and reflective penetration into the Hegelian philosophical structure and the historic turn of Hegelian thought in the direction of materialism.
However, although the German idealist noted that “the owl of Minerva spreads its wings only with the falling of the dusk” as a consequence and interpretation of a preceding praxis, his student from Trier focused on social praxis as a philosophical category, culminating in his famous opinion that philosophers ought to change the world.
Praxis, however, must not be seen simply as an action or as an instruction to adopt a concrete type of practical conduct. What we currently call praxis – outside its use in everyday language – is nothing more than a union of the meanings of two ancient Greek verbs, “poiein” (to make) and “prattein” (to act).
The everyday conscience makes a rough distinction between theory and practice. This dualism also has its own version in the tradition of philosophical thought. The philosophy of praxis, in all of its post-Hegelian versions, struggles with the Hegelian argument that theory is and must always be just that, a theory that simply analyses praxis, and that any effect it may have on praxis should not cause its self-negation as a theory.
Conversely, the philosophy of the praxis claims that we get to know the being while creating it. The “knowledge” offered to us by the artistic praxis mainly involves this process of knowing the beings through their creation.
Thinkers and artists move in the framework of the dialectical relationship between that which phenomenologists refer to as the lifeworld (Lebenswelt) and the simultaneous critical detachment therefrom. Our lifeworld is what defines us and it is the fact that we try to escape by transcending the limits that it sets for us through its illumination. Social reality – the Greek word for reality (pragmatikotita) refers to the concept of praxis, as does the Greek work pragma, meaning thing – cannot be understood as a field of simple facts. Reality does not constitute the sum of facts. The experiences of our lifeworld are never “pure” experiences. In terms of theory of knowledge, such an assertion would be naive. Experience comes under the praxis of life, which is penetrated by what we call tradition, and by what we call “ideology”. Reality is not a given fact; something can only appear “as something” on the horizon of an intersubjective understanding, as the result of social praxis.
Artistic praxis is a special kind of social praxis. Even in those “aesthetic” approaches, which present a type of aristocratic view of social praxis (e.g. that of Th. Adorno) there always remains a link to the latter, as an opportunity to change reality. Even when “advanced art” appears to be drifting away from social praxis and reality, this cannot be attributed to the artistic works since, according to Adorno, the whole situation surrounding this detachment places a burden on reality.
On the other hand, art is able to supersede empirical reality while at the same time “concretising its relation to that superseded reality” and this element constitutes “the unity of the social criterion of art with the aesthetic one... Art that succeeds in doing this has a prerogative”.
Adorno took his analyses a step further by using literature as an example and arguing that artwork goes hand-in-hand with critical thinking and converges with philosophical thought: “The progressive self-unfolding truth of the artwork is none other than the truth of the philosophical concept…”
Even though philosophy moves in the field of language, as does the literature to which Adorno refers, and although one can detect associations with language in a variety of visual arts, here, contemporary philosophical thought (e.g. Bernhard Waldenfels) discovers, with regard to the ‘visibility of objects in the picture’, that ‘the classes of the visible and the explicit, despite the differences, allude to each other structurally, and limit each other materially’.
Let us return to praxis as a fundamental category of philosophical thought. Arnold Gehlen’s philosophical anthropology has revealed the importance of praxis as a basic element for distinguishing the “not yet determined animal” (nicht festgestelltes Tier) from the other animals on the planet. Here, praxis is not only associated with the process of anthropogenesis, but is defined as the basic element of the conditio humana. The ‘unskilled nature of man’ led Gehlen to conclude that man ‘must create his living conditions’, i.e. man is defined by a relative ‘lack’ in terms of his relationship with the environment in which he lives and moves. The fact that man is not ‘skilled’ to adapt to an environment makes self-activity (Selbsttätigkeit) necessary in order for this weak – due to the lack of skilled adaptation to the natural environment – person to be able to react and make possible his physical existence, which can be achieved through ‘empirical and controlled acts’. According to Gehlen, man’s orientation towards the ‘infinite domain of surprise’ in which he moves and – like animals – acts instinctively, having limited stimuli, does not arise from ‘theory’, but from practice. As opposed to animals, man engages in the ‘active transformation of the field of surprise into an available and controllable world of concentrated implications based on anticipated stimuli and results...’
On the contrary, references to the concept of social praxis do not concern anthropological approaches to the issue of praxis, which revolve around a series of similar and related concepts on the anthropological heritage of man, but are related to the cultural presence of man.
The anthropological distinction between work and the praxis, which was proposed by J. Habermas, may be well-founded (work involves “poetry”, the production of a thing, whereas the praxis involves the building of human relations), but it diverges from the fundamental structure of the philosophy of praxis, according to which the base and engine of history is not the reification of the economy, but live human activation. Human relations and the conditions in which man lives result from human acts: “… hence the socially determined production of individuals is, of course, the point of departure…” (K. Marx). Thus, social work/production/praxis is the starting point and objective of the self-knowledge and self-actualisation of man as a social and historical being.
In this process of producing and reproducing the conditions and relations of human existence, artistic praxis (creation is another word taken from the broader semantic field of concepts associated with praxis) takes on a special role. The relationship between art and the lifeworld in which it moves and takes shape is a given. Artistic praxis moves between the reality of ‘tradition’ and the need to transcend the limits imposed by ‘tradition’. The materialisation of a culture is achieved through the gradual rebuttal and displacement of the superficial experience of everyday life and the blind acceptance of traditions. Ideals and norms that have an almost philosophical or in any case critical stance take their place. It is in the knowledge of this model that the phenomenologist seeks the possibility of an “all-embracing change in the practical order of human existence and thus of cultural life in its entirety” (E. Husserl).
Today’s artistic experience is called on to deal with the subjugation of privileged fields of its activation by various aspects of the economy (design, graphic design, advertising), which rain down on us as “signs” and “symbols” and largely form the everyday life of contemporary social praxis. Under conditions of “reified” and “alienated” relations, artistic praxis can easily resort to casual solutions and be subjugated from within due to the lack of reflection, thus resulting in its derivatives being reduced to the mouthpiece of the existing. The need to link art to philosophy is more than obvious. This is what is expressed by Th. Adorno’s assertion that “aesthetic experience is not genuine experience unless it becomes philosophy”.
The relationship between philosophy and art should have been self-evident. Artistic praxis is an open field of interpretations and opportunities to explore our world. Art is not just a product or reflection of concrete social praxis, as much as it may depend on it, but a game – and as a game, a grave matter – involving the “world openness” (M. Scheler) of the individual that constantly adds “Being” to the world. The artist deconstructs and reconstructs the world that surrounds us. Artistic praxis gropes for the boundaries of the existing, and its creations form cracks and paths of escape from the alienated reality. Therefore, the artist can be a creator in a very special way, or not.
Omiros Tahmazidis, Journalist