« La distinction essentielle entre les deux tendances de l’art contemporain ne réside ni dans l’ oposition de l’abstrait et du concret, ni dans celle du formel et de l’informel, mais dans une différence fondamentale d’ attitude à l’ égard des apparences visibles.» Georges Matoré, L’ Espace humain
«Δομώ ένα χώρο, είναι συγκεντρώνω ομοιογενή στοιχεία, κατασκευάζω, είναι ενώνω ανομοιογενή στοιχεία» (1) , μ’ αυτόν τον τρόπο ο Braque διαχωρίζει την οργάνωση του χώρου, ώστε να υπογραμμίζει ότι η κατασκευή του προϋποθέτει στοιχεία όπως : αντικείμενα, χρώμα, σχέδιο, διάφορα υλικά. Το αποτέλεσμα σ’ αυτόν τον διαχωρισμό είναι λοιπόν ότι το πραγματικό παύει να είναι ένα δεδομένο και γίνεται μια διαδικασία.
Εάν, λοιπόν, ο πίνακας του Braque δίνει την εντύπωση μιας σταθερής αρχιτεκτονικής είναι μέσα από μια διαδικασία αντίθετη απ’ αυτή του αρχιτέκτονα, αφού ο αρχιτέκτονας κατασκευάζει ένα υπομονετικό έργο, όπως αυτό του παιδιού που ακούραστα ξαναρχίζει την κατασκευή των κύβων του.
Μέσα από μια παρόμοια διαδικασία ορισμού του χώρου και αναζήτηση κατασκευής ενός χώρου από έξω- ζωγραφικά στοιχεία, η Ρηνιώ Μουρέλου οργανώνει με τη διαδικασία του κοψίματος, της σχισμής, των επάλληλων ετερόκλητων επιφανειών ένα σύνολο το οποίο θίγει το βασικό αυτό μηχανισμό, της αυταπάτης, που για αιώνες είχε εγκλωβίσει την τέχνη.
Η Μουρέλου συνθέτει «αντικείμενα» των οποίων τονίζει την μετωπικότητα, μέσα από την υλικότητα των υλικών. Οι χρωματικές λωρίδες σε καμβά, ο πραγματιστικός προσδιορισμός του χώρου μέσα από τις σχισμές, τα papier collé προσδιορίζουν ότι, κύριο μέλημα της καλλιτέχνιδας είναι η επιφάνεια και η φόρμα και πως θα αναδυθούν με τρόπο ώστε να συμμετέχουν σε αυτό που ο Braque ονόμαζε «εικαστική δημιουργία».
Δηλαδή, η καλλιτέχνης δεν αναζητά να προσπεράσει την ζωγραφική αλλά να την
ενισχύσει, μέσα από μια πράξη καθαρά ζωγραφική, αφού το κόψιμο, οι πολλαπλές μετωπικές φόρμες και το νέον, υποκαθιστούν το ζωγραφικό σχέδιο και τον όγκο της κλασσικής ζωγραφικής.
Αυτή τη φορμαλιστική προσέγγιση της Μουρέλου μέσα από τον πειραματισμό των υλικών, παρατηρούνται στη Λευκή σειρά (1982-84), στις Καραμέλες (1984-1993) και στη Μαύρη σειρά (1993-), όπου οι φόρμες της, παρά το γεγονός ότι πηγάζουν από το βιωματικό περιβάλλον, παραμένουν ποιητικές. Σ’ αυτή τη σειρά η καλλιτέχνης οργανώνει τα αντικείμενα της προσδιορίζοντας τον όγκο τους, μέσα από μια φωτεινή ενέργεια, η οποία τονίζει την επιπεδότητα των υλικών και συγχρόνως αναπτύσσει τον ορατό διάλογο της φόρμας και του χώρου.
Η Ρηνιώ Μουρέλου δρα όπως η μνήμη η οποία, μέσα σε μια εικόνα περιλαμβάνει τη διάρκεια, την συμπυκνώνει και εισάγει ένα συναισθηματικό διφορούμενο φως, αφού το έργο βασίζεται στα συναισθήματα που προκλήθηκαν από τον συγκεκριμένο χρόνο εκτέλεσης του έργου.
Γνωρίζουμε ότι η μνήμη χαρακτηρίζεται από το γνώρισμά της να αναπαραστήσει τη διάρκεια, ώστε μ’ αυτόν τον τρόπο να την ορίσει και να παράγει μια δεύτερη διάρκεια, που είναι αυτή του παρελθόντος της, όχι όπως την έχει βιώσει, αλλά όπως οι αναμνήσεις, ενός άλλου, την έχουν αλλάξει.
Και είναι, αυτή η ικανότητα της μνήμης που την καθιστά ποιητική- διότι η μνήμη επινοεί- όπως ο Proust το είχε υπογραμμίσει, χωρίς να είναι πιστή στην μίμηση.
Για την καλλιτέχνιδα δεν πρόκειται λοιπόν για την επιθυμία να συγκρατήσει την στιγμή, μέσα από την επιλογή των θεματικών της, αλλά να συμπεριλάβει τη διάρκεια των αναμνήσεων της, οι οποίες σχηματοποιούνται , «χρωματοποιούνται», και αναπαραστούν διαμέσου ενός φίλτρου μιας ποιητικής συνείδησης.
(1) Georges Braque, Le jour et la Nuit, Paris, Gallimard, 1952, p. 33
16 Ιαν 2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)