Με την έκθεση Το Πνεύμα της θρησκείας, το Φωτογραφικό Κέντρο της Σκοπέλου με μια πλειάδα δεκαπέντε καλλιτεχνών, επιχείρησε μια σφαιρική προσέγγιση ενός θέματος που απασχόλησε ιδιαίτερα θεωρητικούς και καλλιτέχνες στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Η αποτύπωση, μέσω του φωτογραφικού φακού, διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων άλλοτε με τη φωτογραφία ντοκουμέντο και άλλοτε με μια περισσότερο εικαστική ματιά μας ωθεί να αναρωτηθούμε, αρχικά, κατά πόσο η πνευματικότητα αυτή που περικλείει η θρησκεία μπορεί να γίνει εικαστικό αντικείμενο.
Ας θυμηθούμε τον Horderlin όταν σημείωνε ότι η τέχνη παγιδεύτηκε «στην διπλή απουσία». Δηλαδή αναζητώντας το ξένο, το άγνωστο και απομακρυσμένο από το οικείο, το ίδιο το έργο δρα ως παρουσία του ιερού, του θείου και γίνεται κατά συνέπεια γλώσσα των θεών. Γίνεται η σιωπή η οποία οδηγεί το λόγο, δηλαδή γίνεται η εμφανής παρουσία της απουσίας των θεών και συγχρόνως μάρτυρας αφενός της απομάκρυνσης και αφετέρου του επαναπροσδιορισμού του ίδιου του Λόγου. Και είναι αυτός ο νόμος της απομάκρυνσης που σύμφωνα με τον Heidegger οδηγεί στην προσέγγιση του άγνωστου και γίνεται η βάση της καταχώρησης και του επαναπροσδιορισμού του ξένου. Μ΄ αυτόν τον τρόπο το έργο μεταβάλλεται από ένα ανεξάρτητο αντικείμενο σε μέσο επικοινωνίας και σε μια γλώσσα αναζήτησης της μεταφυσικής αυτής απουσίας- παρουσίας. Κατά συνέπεια στο χώρο του έργου διαδραματίζεται, πρωτίστως, ο θάνατος των θεών ο οποίος ταυτόχρονα γίνεται και κινητήρια δύναμη της δημιουργίας και της ζωής αφού η αναζήτησή του καθιστά δυνατή την ύπαρξή του. Μέσα απ΄ αυτήν τη διαδικασία, δηλαδή από τη στιγμή που ο άνθρωπος, ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός, άρχισε να αναζητά το απόλυτο και από τη στιγμή που το Απόλυτο έγινε συνειδητά το έργο της ιστορίας της τέχνης, η τέχνη έπαψε να είναι η γλώσσα των θεών, έπαψε να είναι ικανή να ικανοποιήσει αυτήν την απόλυτη ανάγκη, την άρνηση του Εγώ και ανήκει πλέον στον κόσμο και στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει
Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτή η εικονομαχία για την θεϊκή ουσία αυξάνει την παραγωγή ομοιωμάτων από τον άνθρωπο, τον καλλιτέχνη που αποτυπώνει είτε με την αφαίρεση είτε με την παράσταση, την εικόνα αυτή που στην ουσία μειώνει τη συμβολική διάσταση αφού αναμιγνύονται ρεαλιστικά στοιχεία.
Αυτό το παρατηρήσαμε ιδιαίτερα στο έργο της Καναδέζας Clara Gutshe, όπου για δέκα χρόνια φωτογράφιζε την καθημερινή ζωή σε περισσότερα από είκοσι μοναστήρια. Η άρτια γεωμετρική σύνθεση της και η σκηνοθετημένη διάταξη των ατόμων υπογραμμίζουν, με ιδιαίτερο ρεαλιστικό τρόπο, την απομυθοποίηση αυτών των χώρων απομόνωσης και κατάνυξης μέσα από την εύστοχη αφηγηματική περιγραφή της ζωής των μοναχών στα μοναστήρια. Αντίθετα η αφοσίωση προσπαθεί να αποτυπωθεί στα πορτραίτα του David Farrell. Νηφάλια και χωρίς ίχνος επιδεκτικότητας τα πορτραίτα του Ιρλανδού καλλιτέχνη αποτυπώνονται με μετωπικότητα, η οποία υπογραμμίζει περισσότερο την αμεσότητα του ίδιου του απεικονιζόμενου. Η μονοχρωμία του φόντου αποδίδει μια εσωτερικότητα η οποία και οξύνει τα χαρακτηριστικά αυτών των καθ’ όλα απλοϊκών ανθρώπων. Ο Farrell μπορούμε να πούμε ότι εμπνέεται τα πορτραίτα του από τα αναγεννησιακά έργα, κυρίως τα πορτραίτα του Raphael.
Η Christina Nunez λειτουργεί δίπλα στους πιστούς, διεισδύει στις ιδιαίτερες λατρευτικές στιγμές διαφόρων θρησκειών, τη στιγμή του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας και αποτυπώνει «την θρησκευτικότητα» του χώρου, την τελετουργία. Ανεξάρτητα από θρησκείες και δόγματα, η ισπανίδα φωτογράφος, επιχειρεί να αποδώσει την πνευματικότητα, ίσως το μοναδικό κοινό στοιχείο που ενώνει όλε τις θρησκείες. Άλλοτε με πανοραμικές έγχρωμες ή ασπρόμαυρες λήψεις και άλλοτε με
μετωπιαίες περιγράφει στιγμές όπου αυτό που κυριαρχεί δεν είναι ούτε ο εκάστοτε θρησκευτικός χώρος ούτε το θρήσκευμα αλλά η ιδιαίτερη στιγμή που λειτουργεί ως σύμβολο.
Η θρησκευτική λατρεία, αντίθετα, αποτυπώνεται, στις φωτογραφίες της Christina Garcia Rodero, μέσα από τις μαζικές εκδηλώσεις που ξεχύνονται στους δρόμους, όπου η λατρεία παίρνει την μορφή παγανιστικής γιορτής. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες της, με έντονες τις αντιθέσεις του φωτός και της σκιάς προσδίδουν μια «πραγματικότητα» περισσότερο τελετουργική παρά περιγραφική.
Ο Νίκος Οικονομόπουλος μέσα από τις φωτογραφίες του, υπογραμμίζει επίσης την κοινωνική του συνείδηση, αφού το θέμα που τον ενδιαφέρει είναι η έκφανση κάθε είδους θρησκευτικής συμπεριφοράς από τον λαό. Μέσα από συνθέσεις άρτιες και γεωμετρικές, όπου η κάθετη γραμμή οριοθετεί, αριστερά και δεξιά την ανάπτυξη του θέματος, οι λαϊκές εκδηλώσεις των θρησκευτικών εθίμων αποκτούν μια αρτιότητα τέτοια ώστε το δρώμενο να εντάσσεται πλήρως στην κοινωνική καθημερινή ζωή.
Αντίθετα ο Κώστας Αργύρης επιλέγει να περιγράψει αφηγηματικά την καθημερινή ζωή των μοναχών του Αγίου Όρους. Με καθαρότητα αποτυπώνει τα στιγμιαία εκείνα δευτερόλεπτα που συλλαμβάνει ο φωτογραφικός φακός, με αποτέλεσμα να περιγράφει με ιδιαίτερη απλότητα τα συμβάντα μιας μοναστικής ζωής.
Τα θρησκευτικά μοτίβα του Andres Serrano προκαλούν. Με εικαστική ματιά ο καλλιτέχνης συνθέτει τα πορτραίτα αυτά που αποτυπώνουν την ζωή η τον θάνατο. Με ιδιαίτερα έντονα χρώματα στο φόντο και με λήψεις τριών τετάρτων αφαιρεί, από τα πορτραίτα των μοναχών, οποιοδήποτε θρησκευτικό συναίσθημα. Το σημαίνον αντικρούει το σημαινόμενο και το αποτέλεσμα είναι τα εικονοκλαστικά πορτραίτα του
να αποτυπώνουν ένα είδος ορατής θρησκευτικής εξουσίας.
Αντίθετα τα πορτραίτα του Eric Poivetin, ασπρόμαυρα και προφίλ αποτυπώνουν, με φυσικό ή τεχνικό φως το παρόν. Ο καλλιτέχνης δεν ενδιαφέρεται ούτε για την προέλευση ούτε για την καταγωγή των θεμάτων. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η καταγραφή της φωτεινής πηγής και η ογκοπλασία που δημιουργείται μέσα από αυτή. Το απόλυτο μαύρο φόντο λειτουργεί έτσι ώστε να τονίζονται μόνο οι όγκοι των προσώπων. Η επιπεδότητα υπογραμμίζει την ανωνυμία τονίζοντας, εξπρεσιονιστικά μπορούμε να πούμε, την έκφραση. Αυτό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον Poivetin είναι οι δυνατότητες που προσφέρουν οι διαφορετικές τεχνικές και επεξεργασίες του φωτογραφικού μέσου με αποτέλεσμα να αρνείται κάθε συναισθηματισμό και φλυαρία του απεικονιζόμενου αντικειμένου.
Αυτό που θίγει, μέσα από το επιλεγμένο θέμα αυτή η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έκθεση του Φωτογραφικού Κέντρου Σκοπέλου είναι, ότι η εικόνα δεν δύναται να αποτελέσει μέσο εξουσίας οποιασδήποτε εικονομαχίας ή εικονολατρίας αφού αποτελεί ένα ανεξάρτητο αντικείμενο το οποίο δομείται μέσα από ένα σύστημα οργάνωσης και ανάγνωσης το οποίο διαμορφώνεται από τα κοινωνικά και πολιτικά εκάστοτε συστήματα.
19 Φεβ 2011
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)