Όταν ο Μανώλης Μαυρομμάτης μου ζήτησε να μιλήσω για το έργο της Ναυσικάς δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη μιας και με αφορμή το διδακτορικό μου ήμουν σε συνεχή επικοινωνία μαζί της, με αποτέλεσμα να έχω αποσαφηνίσει, κυρίως μέσα μου, την εξέλιξη της καλλιτεχνικής της εργασίας. Αυτό όμως που δεν σκέφτηκα είναι τη δυσκολία στο να παραμερίσω το συναίσθημα για ένα άνθρωπο που γνώριζα εδώ και χρόνια και τολμώ να πω, κατάλαβα τη κοσμοθεωρία του, για μια γυναίκα που τη χαρακτήριζε η ευγένεια, η διακριτικότητα, για μια γλύπτρια της οποίας η ζωή ταυτίσθηκε με την αναζήτηση των αναγκών αυτών που μορφοποιούνται σε έργο. Των ‘αναγκών’ οι οποίες όταν εκφραστούν ίσως τότε είναι δυνατόν να κάνουν το έργο του καλλιτέχνη δημιούργημα (…), σημείωνε πριν ένα χρόνο η Ναυσικά.
Η Ναυσικά Πάστρα σε αντίθεση με τη μεγαλύτερη πλειονότητα των Ελλήνων καλλιτεχνών της δεκαετίας του 1960, δεν ακολούθησε την ελληνοκεντρική ακαδημαϊκή εκπαίδευση της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Η Ναυσικά, το καλοκαίρι του 1957, παρακολουθεί σεμινάριο γλυπτικής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών τού Salzburg, με δάσκαλο τον Ewald Mataré, γλύπτη, του οποίου τα μαθήματα παρακολούθησε και ο Joseph Beuys, λίγα χρόνια αργότερα. Την ίδια χρονιά εγγράφεται στο τμήμα γλυπτικής στην Ακαδημία Τεχνών της Βιέννης, στο εργαστήριο του Frits Wortruba, από όπου και αποφοιτά το 1962. Από το 1967 μέχρι το 1973 η καλλιτέχνις παρακολουθεί το σεμινάριο Κοινωνιολογίας της τέχνης με τον Jean Cassou, στο Παρίσι.
Το έργο της καλλιτέχνιδας αυτήν την περίοδο διακρίνεται από την ανθρωποκεντρική φιγούρα, την οποία και αποδίδει σχηματικά, αφαιρετικά, ώστε να διαφαίνεται μέσα από τη λιτότητα ένα είδος γεωμετρικών μορφών και γραμμών. ΄Ηδη από την «περίοδο της αθωότητας», η Ναυσικά Πάστρα παρατηρεί ότι «η ισορροπία του ανθρωπίνου σώματος στηρίζεται, τόσο εν κινήσει όσο και εν στάσει, σε δύο γραμμές χιαστί, όπως το σημείο Χ». Τόσο τα γλυπτά όσο και τα σχέδια της οργανώνονται γύρω από αυτήν την αρχή σύμφωνα με την οποία η διαδικασία της εργασίας της ακολουθεί μια επαναληπτική ρυθμική μορφή, του κύκλου και της επανάληψής του μέσα από τη μέθοδο των προστιθέμενων δακτυλίων. Γι’ αυτό και ο Breicha το 1964 αναφερόμενος στις κλειστές μορφές του έργου της Πάστρα, όπως αυτή του αμφορέα ή των αγγείων, αλλά και στο ρυθμό, επισημαίνει στην ουσία τη μέθοδο της εργασίας και τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζεται η ύλη μέσα από την ίδια την εργασία, ώστε να προκύπτει ότι, εν τη γενέσει της καλλιτεχνικής διαδικασίας, ο προστιθέμενος δακτύλιος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εξέλιξης της εργασίας αυτής.
Στην πρώτη της έκθεση, στην γκαλερί Wurthle, το 1963, η Πάστρα συμμετέχει με δεκαέξι σχέδια και δεκαέξι γλυπτά από τσιμέντο, μπρούτζο και πηλό. ‘Χτίζει’ με κύβους και σωληνοειδείς μορφές. Δίνει έμφαση στην ύλη, καθώς και στις συνθήκες που διατυπώνουν τη μέθοδο προσέγγισης της ύλης ώστε η αναφορά στο ρυθμό να θίγει τη μορφή, η οποία διαμέσου μιας αφαιρετικής και συνθετικής μεθόδου που θα αναπτυχθεί ιδιαίτερα στο έργο της Πάστρα κυρίως μετά το 1964, θα αποτελέσει την κατ’ εξοχήν γλυπτική της γλώσσα. Η κίνηση και ο ρυθμός που προκύπτουν από τη δομή της ύλης, καθώς επίσης και η ανθρωποκεντρική αναφορά στη φύση, με την έννοια ότι «ο σύγχρονος καλλιτέχνης, από σεβασμό στη φύση, τοποθετείται σε μια θέση παρόμοια με αυτήν του πρωτόγονου ανθρώπου συντελούν ώστε η Ναυσικά να δέχεται τη φύση με ενστικτώδη τρόπο. Γίνεται τμήμα αυτής.
Ο κοσμικός νόμος και η συνάντησή του με τον άνθρωπο, δηλαδή η αντιστοιχία φύσης και ανθρώπινης γνώσης, είναι αυτό που οδηγεί την καλλιτέχνιδα σε μια πορεία όπου η σκέψη δεν κατευθύνεται μόνο προς τον κόσμο των ‘αντικειμένων’, αλλά συγχρόνως διεισδύει και στη γνώση τού Εγώ. Η θεώρηση αυτή διέπει όλη την καλλιτεχνική πορεία της Πάστρα, μια θεώρηση που συνδέεται με τη θέση του νέο-πλατωνισμού.
Την περίοδο από το 1964 - έτος εγκατάστασης της Πάστρα στο Παρίσι- μέχρι το 1969, η καλλιτέχνις πειραματίζεται ενώ παράλληλα λαμβάνει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, όπως στην Η’ και Θ’ Πανελλήνια Έκθεση (1965/1966), στο VI Salon International (1965) και XXI Salon de la jeune Sculpture (1969). Τα υλικά τής γλυπτικής - μπρούτζος, μπετόν- αντιμετωπίζονται ως μονολιθικοί όγκοι, στους οποίους η Πάστρα επεμβαίνει για να διαιωνίσει τη στερεότητα του έργου, αλλά και την αντίθεσή τους ως υλικά. Η γλύπτρια - γιατί η Πάστρα έχει πλέον ξεκάθαρα τοποθετηθεί ότι είναι γλύπτρια- αναπτύσσει ένα είδος διαλόγου μεταξύ βιομηχανικών και παραδοσιακών υλικών.
Το 1968, στην ομαδική έκθεση Présence de la Grèce, neuf peintres et sculpteurs de Paris η καλλιτέχνις χρησιμοποιεί για πρώτη φορά στη γλυπτική της, αλλά και στις μακέτες που κατασκευάζει, πολύχρωμο πολυεστέρα με υαλοβάμβακα, ενώ το 1970 στο Salon de la jeune sculpture παρουσιάζει για πρώτη φορά δύο περιβάλλοντα Environnements (Σύνεκτρον) από πολύχρωμο ξύλο. Είναι η πρώτη φορά που η Ναυσικά Πάστρα παρουσιάζει ένα γλυπτό, το οποίο συντίθεται από τον κύκλο και το τετράγωνο.
Η δυναμικότητα της κίνησης μέσα από τη μορφή, αλλά και η δυναμικότητα του χώρου είναι στην ουσία δύο στοιχεία που θα απασχολήσουν ιδιαίτερα τη συνθετική αλλά και αναλυτική καλλιτεχνική εργασία της Πάστρα ώστε να αποτελέσουν μια γραφή μέσα στο χώρο.
Η στάση της τόσο στο παρόν και στο μέλλον όσο και στις δημιουργικές και διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου μας υπενθυμίζει τη φράση της ότι «η εμπειρία γίνεται βίωμα», ότι η κεκτημένη διαδικασία στην καλλιτεχνική εξέλιξη της Πάστρα, δηλαδή η βιωμένη, είναι απαραίτητη συνθήκη για το επόμενο στάδιο εμπειρίας, βιώματος και κατά συνέπεια αναζήτησης και έρευνας. Για να υπογραμμίσει εξάλλου την εξελικτική αυτή εμπειρία, η καλλιτέχνις εντάσσει στο ίδιο το έργο τη βιωματική εξέλιξη του χρόνου. Η σταδιακή αναζήτηση του ‘εγώ’, αλλά και της φύσης που υποδηλώνει τον ίδιο τον άνθρωπο οδηγούν την Ναυσικά Πάστρα να στραφεί στα γεωμετρικά σχήματα, όπως τετράγωνο, κύκλος, αφού αυτά τα σχήματα μπορούν να εκφράσουν με έναν τρόπο πιο έντονο την εσωτερικότητα της ζωής καθώς και την ισορροπία μεταξύ της ύλης και του πνεύματος. Η ισορροπία αναπτύσσεται στην Πάστρα μέσα από τη σύζευξη και τη διάζευξη του κύκλου με το τετράγωνο. Αυτές οι δύο μορφές που αποτελούν τη βάση της γεωμετρικής γλώσσας, αλληλο-παρεμβάλλονται μεταξύ τους και ‘γεννούν’ μια καινούργια μορφή την οποία η καλλιτέχνις ονομάζει Σύνεκτρον. Η διαδικασία που ακολούθησε η Πάστρα θα μπορούσε να ονομασθεί επαγωγική, αφού μετατρέπει τα γεωμετρικά σχήματα σε σχέσεις, μέσα από τη σύζευξη-διάζευξη και τις σχέσεις σε σχήματα.
Το 1976 η μακέτα γλυπτό-περιβάλλον πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων Σύνεκτρον-τετράγωνο- κύκλος έχει επιλεχθεί για το διαγωνισμό une Fontaine Monumentale της πόλης του Montreuil στο Παρίσι.
Την ολοκλήρωση της σειράς Αναλογικά 1(1968-1976) η Ναυσικά Πάστρα την παρουσιάζει με σχέδια, μοντέλα, και γλυπτά σε μέταλλο, για πρώτη φορά το 1976, στην γκαλερί René Denise, όπου και αναπτύσσει όλη τη συστημική θεωρία τού Σύνεκτρον. Στη συνέχεια εκθέτει στην Αίθουσα Τέχνης Δεσμός ενώ ακολουθούν πληθώρα διεθνών συμμετοχών όπως στη Wiener Secession στη Βιέννη, στο Musée de Pully της Λωζάνης, στο Ρότερνταμ αλλά και βραβεύσεις.
Τα περιβάλλοντα-κατασκευές της Πάστρα, τόσο όσον αφορά στα Αναλογικά αλλά και στις Σχέσεις-Ρυθμοί (1988-1995), υποδεικνύουν ένα άλλο ιδιαίτερο σημείο οργάνωσης, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της καλλιτεχνικής εργασίας της γλύπτριας. Το σημείο αυτό αφορά στη σκέψη και στην οργάνωση αυτής της σκέψης, η οποία, λόγω της γλυπτικής εκπαίδευσης της Πάστρα, οργανώνεται μέσα από τον πραγματικό όγκο, τον πραγματικό χώρο. Η καλλιτέχνις σκεφτόταν ως γλύπτρια σε ό,τι αφορούσε στην απόδοση των όγκων στο φυσικό χώρο, αλλά τους απέδιδε ζωγραφικά. Η Ναυσικά ενέγραφε μέσα στο χώρο αφαιρετικές μορφές, όπως τις συναντούμε στην ιστορία της αφηρημένης ζωγραφικής ενώ παράλληλα δομούνται μέσα σε αυτόν το φυσικό χώρο με τον ίδιο τρόπο που δομείται η αναγεννησιακή προοπτική σε συνδυασμό με την κυβιστική πρισματική διάσπαση της οπτικής γωνίας. Η Πάστρα με την ονομασία ‘Σύνεκτρον’ μάς καλεί να θεωρήσουμε σαν καθρέπτη-προέλευση του πίνακά της τον καθρέπτη που τοποθέτησε ο Van Eyck στον πίνακα ο κύριος Αρνολφίνι και η γυναίκα του, παρά το γεγονός ότι οι μινιμαλιστικές τάσεις της την καθιστούν μια από τις πρωταγωνίστριες της πρώτης γραμμής, ανέφερε ο Lamarche-Vadel. Ενώ η ίδια με αφορμή την έκθεση
Σχέσεις-Ρυθμοί στην γκαλερί 7 το 1991, σημείωνε ότι η παρατήρηση της κλασικής προοπτικής και η ανακατασκευή του χώρου επικαλύφθηκε από τις διηγήσεις, από κάθε μορφής ανεκδοτικές και περιγραφικές εικόνες. Η καλλιτέχνις αναζητά τη φορμαλιστική οργάνωση των σημείων που οργανώνουν τη μορφή. Σημείο είναι η ύψιστη ένωση της σιωπής και του λόγου έλεγε ο Kandinsky και ότι η αισθητηριακή και μόνο επαφή του ανθρώπου με τη φόρμα, αναπτύσσει την έννοια της παγκοσμιότητας και της αρμονίας. Η εσωτερική αναζήτηση των σχέσεων στο έργο της Ναυσικάς Πάστρα ήταν και θα είναι μια αναζήτηση της αρμονίας του ανθρώπου με την ίδια του τη φύση, όπως εξ’ άλλου υποστηρίζε και η ίδια.
Φυσική εξέλιξη αποτέλεσε για το καλλιτεχνικό έργο της Πάστρα η σειρά Σχέσεις και Ρυθμοί . Ο ρυθμός στις σχέσεις μέσα από την επαναληπτικότητα των σημείων συναντάται όμως στην εργασία της Πάστρα ήδη από το 1958, με την υπέρθεση των δακτυλίων. Η καλλιτεχνική εργασία της μέσα από ένα επαγωγικό σύστημα, διεύρυνε τις σχέσεις μεταξύ εννοιολογικών θεωριών του μινιμαλισμού και των θεωριών των αρχών του 20ου αιώνα. Χαρακτηριστικό της αφαιρετικής επαγωγικής μετεξέλιξης των εργασιών της καλλιτέχνιδας εμφανίζεται να είναι οι Σχέσεις- Ρυθμοί,(1994-1998), όπου σε αυτή τη σειρά αφενός η καλλιτέχνις δημιουργεί τη σύζευξη δύο υλικών, όπως είναι το ξύλο και το σίδερο και αφετέρου οι έννοιες χώρος και χρόνος συστήνουν μια νέα δομή, μια νέα μορφή σχέσεων.
Το 1998 η καλλιτέχνις επιστρέφει στη χρήση της κεραμικής με τη χρήση της υπέρθεσης των δακτυλίων. Η καλλιτεχνική εργασία της Πάστρα χαρακτηρίσθηκε από μια μεθοδική προσέγγιση των υλικών, είτε αυτή αφορά στον πηλό είτε στο ξύλο είτε στο σίδερο. Μέσα από αυτά τα υλικά η καλλιτέχνις ανέπτυξε ένα διάλογο με το φυσικό και τον τεχνητό χώρο, με τον πεπερασμένο και μη πεπερασμένο αρχιτεκτονικό χώρο, έτσι ώστε να υπογραμμίζει τη δυϊκή σχέση μεταξύ του φαίνεσθαι και του Είναι. Αυτή η πολικότητα τοποθετεί τον μη πεπερασμένο (χώρο) στο κέντρο του πεπερασμένου, έτσι ώστε να δημιουργεί αυτό που ονομάζει ο Umberto Eco ένα ανοικτό έργο, που αποτελεί τη βάση κάθε πράξης, αντίληψης και γνώσης που αποκτάται κάθε στιγμή.
Η καλλιτεχνική πορεία της Ναυσικάς Πάστρα χαρακτηρίσθηκε από το ότι κάθε φάση ανάπτυξης του συστήματός της εμπεριέχει τη ρήξη και την εξέλιξη που διέπουν όλη την προηγούμενη εργασία της, ούτως ώστε το έργο να χαρακτηρίζεται από ανακεφαλαιωτικές διευρύνσεις. Ο Adriano Baccilieri το 1992 στο εισαγωγικό σημείωμα του καταλόγου της έκθεσης Les Cahiers du Triangle σημείωνε ότι η εργασία της Πάστρα είναι από καιρό τακτοποιημένη και εξασκημένη και ότι δεν μένει παρά να περιμένουμε την επόμενη κίνηση. Επειδή όμως η εμπειρία και το βίωμα, στα οποία συχνά αναφερόταν η Ναυσικά Πάστρα (1998) δεν είναι ποτέ ‘τακτοποιημένα’, δηλαδή στατικά, αλλά εμπεριέχουν το χρόνο και την εξέλιξη, εμπεριέχουν μια μέθοδο προσέγγισης που μπορεί να είναι συγκεκριμένη, αλλά όχι τακτοποιημένη.
Η Ναυσικά Πάστρα μέχρι τέλους, μέσα από τα σχέδια, τις εγκαταστάσεις και τα περιβάλλοντα απέδειξε, με συνέπεια, σοβαρότητα και ήθος ότι ο προορισμός της τέχνης είναι να συμμετέχει με προνομιακό τρόπο στην εξέλιξη του Πνεύματος. Το έργο της, παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν μελετήθηκε, δεν ευρενήθηκε εις βάθος, θα παραμείνει παρόν για να μας υπενθυμίζει τον άνθρωπο, τον στοχαστή αλλά και τη γυναίκα που με ιδιαίτερη ευαισθησία αλλά και γνώση διαπραγματεύτηκε με μαθηματική ακρίβεια τη σχέση του ανθρώπου με την πρωτογενή φύση του.
15 Απρ 2011
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)