Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με τη Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…
Έλενα Τονικίδη: Η
δημιουργία της τέχνης είναι δημοκρατική, ο καθένας μπορεί να συμμετέχει
σε εκφραστικές, δραστηριότητες. Η δημιουργία ως διαδικασία είναι στην
ευχέρεια όλων ενώ ως προϊόν η Τέχνη είναι στον τομέα μερικών μόνο, ως
προϊόν όμως η τέχνη δημιουργείται και πραγματοποιείται σε χώρους
απομακρυσμένους από τη ζωή της κοινότητας και είναι προσβάσιμη μόνο σε
λίγους ή εάν είναι προσιτή σ’ ένα ευρύ κοινό είναι ασαφή τα όρια της
πραγματικότητας της καθημερινής ζωής, της φαντασίας, των συμβολισμών της
τέχνης. Τι θεωρείται ότι συμβαίνει;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Το κλειδί νομίζω
βρίσκεται στη λέξη ‘προϊόν’. Ότι το κοινωνικό σύστημα παράγει προϊόντα
για τα υποκείμενα αλλά και υποκείμενα για τα αντικείμενα-προϊόντα είναι
γεγονός. Αυτοί οι κατευθυνόμενοι ρόλοι είναι που πρέπει να
αποσαφηνισθούν, να ερμηνευθούν για να καταλήξουμε σε τι είδους
υποκείμενα απευθύνονται τα αντικείμενα-προϊόντα και vice-versa. Το
εικαστικό ‘προϊόν’, η Τέχνη, δηλαδή, κατά τη διάρκεια της παραγωγής της
είναι κατά το πλείστον μοναχική -εξαιρούνται μορφές τέχνης όπως οι
performances οι οποίες, εν τη γενέσει τους, παράγονται, μέσα στην
κοινότητα όποια και να είναι αυτή- η επικοινωνιακή σχέση που
αναπτύσσεται -από την έκθεσή του ‘προϊόντος’ και μετά- είναι ένα άλλο
θέμα το οποίο εμπλέκει πολλές πραγματικότητες, παρερμηνείες αλλά και την
ευρεία παιδεία του αποδέκτη. Το ότι τα όρια μπορεί να είναι ασαφή
οφείλεται και στο γεγονός ότι κάθε φορά μιλάμε για ένα πνευματικό,
προσωπικό ‘προϊόν’ -το οποία δεν έχει απαραίτητα ως στόχο την οικονομική
εισροή- στο οποίο ο θεατής καλείται να ερμηνεύσει τους προσωπικούς ή
συλλογικούς μύθους της καλλιτεχνικής πράξης. Είναι όμως αυτό το
ζητούμενο στην Τέχνη; Για μένα, όχι, δεν είναι μόνο αυτό. Η επικοινωνία
της Τέχνης με το ευρύ κοινό είναι ένα άλλο σύστημα μέσα στο σύστημα το
οποίο προϋποθέτει την αμοιβαία συμμετοχή και των δύο συμβαλλόμενων ώστε
να υπάρξει ένα κοινό σημείο αναφοράς που είναι το αποτέλεσμα, δηλαδή η
εικόνα και η ανάγνωσής της ως νέο αντικείμενο και όχι απαραίτητα
συμβολικό, καθημερινό ή ότι βιωματικό μπορεί να φέρει. Η Τέχνη δεν
στοχεύει στα πεδία προβολών ούτε του καλλιτέχνη αλλά ούτε και του θεατή.
Εάν αφαιρέσουμε, συνειδητά, τις προβολές και τις παρομοιώσεις, όπως
συχνά λέω, τότε θα έχουμε και την ικανότητα να προσλάβουμε το νέο αυτό
αντικείμενο ως εικόνα προς ανάλυση.
Ελ. Τ.: Ο μηχανισμός της «μετουσίωσης», η
εσωτερική ώθηση για δημιουργία είναι αυτή που κινεί τον καλλιτέχνη, η
οποία είναι υπερβατική και επισημαίνει την διπλή ταυτότητα «το παράδοξο
της ανθρώπινης ύπαρξης», ο καλλιτέχνης λοιπόν γνωρίζει τις ερμηνείες και
τις προεκτάσεις των συμβόλων και έτσι του δίνεται η δυνατότητα να μιλά
με το έργο του πιο καθαρά. Το τελευταίο καιρό όμως βλέπουμε πολύ
πρόκληση. Μήπως τελικά χωρίς πρόκληση φοβόμαστε ότι θα κατηγορηθούμε
«για απλοϊκή έκφραση της ουσίας»;
Δ. Κ.: Αρχικά, θα μου επιτρέψετε,
να πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης δε γνωρίζει απαραίτητα τις ερμηνείες και
τις προεκτάσεις των συμβόλων, ίσως και να μην είναι απαραίτητο εάν
περιοριζόταν στο πλαστικό αποτέλεσμα.. Υπάρχει ένα είδος σύγχυσης που
καταλήγει σε ‘φλυαρία’ γιατί ακριβώς, πολλές φορές ο καλλιτέχνης
αναζητώντας το ζωγραφικό θέμα εγκλωβίζεται στην απόδοσή του και χάνει,
κατά κάποιον τρόπο, τη διαδικασία μέσα από την οποία θα προκύψει το
αποτέλεσμα ώστε να καταλήγουμε σε έργα διακοσμητικά, ή της μόδας… Η
έκφραση της ουσίας θέλει περισυλλογή και όχι φλυαρία, θέλει αναζήτηση
της χρήσης και της απόδοσης τού μέσου μέχρι εσχάτων, θέλει σύμμαχο τη
βραδύτητα και όχι την ταχύτητα.
Ελ. Τ.: Η τέχνη χρησιμοποιήθηκε ως ένα
μέσο με σκοπό την επικοινωνία Στο «τώρα» πέραν της εμπορευματοποίησης
της τέχνης γενικότερα, οι καλλιτέχνες απέχουν φυσικά πολύ από τους
ανώνυμους γλύπτες του Στόουνχεντζ και τους ζωγράφους των σπηλαίων του
Λασκό, πολλά έργα δεν είναι ισχυρά αλλά ισχυρός ο ‘λόγος’ που τα
συνοδεύει. Τι ακριβώς συμβαίνει όταν λόγος/ γραφή του θεωρητικού
εξυψώνει ένα έργο ας μου επιτραπεί ‘φτωχό’;
Δ. Κ.: Εξαρτάται πάλι από το ποιος είναι ο
αποδέκτης. Μπορεί ένας ‘ισχυρός’ θεωρητικός λόγος να καθιερώσει το έργο
του καλλιτέχνη αν και η ιστορία της τέχνης έχει αποδείξει ότι, τελικά,
δεν ισχύει. Το έργο, η καλλιτεχνική εργασία όταν έχουν ουσία, ‘δύναμη’
πιστεύω ότι δεν έχουν ανάγκη από κανένα θεωρητικό λόγο, ερμηνεία,
τοποθέτηση, ανάλυση, ίσως σε δεύτερο επίπεδο αλλά και πάλι αφορά στους
προβληματισμούς και στην οπτική γωνία ανάγνωσης του θεωρητικού, του
ιστορικού τέχνης. Ξέρετε, όπως υπάρχουν ‘φτωχά’ έργα, υπάρχουν και
‘φτωχά’ κείμενα τα οποία ανάλογα με την επικοινωνιακή δυνατότητα του
συγγραφέα μπορούν κάλλιστα να ‘καθιερωθούν’ και να ‘καθιερώσουν’ χωρίς
επιχειρηματολογία, με γενικότητες και φιλολογίες. Με την ιστορική και
την ερευνητική απόσταση γίνονται όμως αντιληπτά και νομίζω ότι
‘βρίσκουν’ τη θέση που τους αναλογεί.Ελ. Τ.: Υπάρχουν πολλές διαφορετικές φιλοσοφικές έννοιες της τέχνης οι οποίες περιλαμβάνονται στο πεδίο της αισθητικής και μιλούν για τις λειτουργίες και το νόημα της τέχνης. Εφόσον όμως η παραγωγή της τέχνης είναι ούτως ή άλλως παραμορφωτική κάτι το οποίο είναι «συνηθισμένο» ή «άσχημο» μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο, διαδικασία μετασχηματισμού δημιουργία ενός αντικειμένου θαυμαστού, το «νέο» αντικείμενο που δημιουργηθηκε θα εμπεριέχει και τις κατακριτέες ιδιότητες, αυτές τις σκιερές όψεις της ομορφιάς…. από την απλή έκφραση των βρεφών που λεκιάζουν τους τοίχους με τα περιττώματά τους μέχρι και εκλεπτυσμένα έργα. Άρα η τέχνη υπάρχει σε πολλές μορφές;
Δ. Κ.: Νομίζω ότι οφείλουμε να
διαχωρίσουμε την ‘τέχνη’ της παιδικής ηλικίας αφού, όπως γνωρίζετε και
εσείς, αναφέρεται σε ένα απαραίτητο στάδιο ανάπτυξης των ψυχικών και
κινητικών δραστηριοτήτων του παιδιού που αφορούν άμεσα στην αντίληψή του
με το σώμα του, το χώρο και την πραγματικότητά του. Η διατύπωση της
διευρυμένης έννοιας της τέχνης, σ’ αυτή νομίζω ότι αναφέρεσθε, ετέθη
για πρώτη φορά από τον Joseph Beuys ο οποίος έλεγε ότι τα αντικείμενα, ή
οι δράσεις του δεν πρέπει να γίνονται αντιληπτά ως έργα που έχουν ένα
αυτοσκοπό. Έχουν συλληφθεί για να διαβασθούν ως επαναλήψεις του
μηνύματος: εσύ κοιτάζεις, είσαι ένας καλλιτέχνης επίσης. Αυτή
η βασική θεώρηση φέρνει στην επιφάνεια μια κυρίαρχη και συγχρόνως
κλασσική αντίληψη της τέχνης, ότι η φόρμα, το σχήμα δεν είναι παρά το
μέσο της ιδέας, της έννοιας. Το ερώτημα που έθεσε ο Beuys είναι, η
ικανότητα του καθενός στον τόπο εργασίας, η ικανότητα μιας νοσοκόμας,
ενός χωρικού να γίνουν μια δημιουργική εξουσία και να την αναγνωρίσουν
ως τμήμα μιας καλλιτεχνικής υποχρέωσης που θα φέρουν εις πέρας. Αυτή η
αναγνώριση της ικανότητας που ουσιαστικά είναι αόρατη και καθαρά
πνευματική είναι που ονομάζει και κοινωνική γλυπτική, ώστε να καταλήγει,
στη συχνά παραφρασμένη διατύπωσή του ότι, κάθε άνθρωπος είναι
καλλιτέχνης.
Ελ. Τ.: Αυτό που ονοματίζουμε τέχνη
λοιπόν εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς, τόσο αισθητικούς όσο και μη-
αισθητικούς, και έχουμε τέχνη ως εκπαίδευση, τέχνη ως πολιτική πράξη,
τέχνη ως προσευχή, τέχνη ως θεραπεία. Τον τελευταίο καιρό μουσεία και
αίθουσες τέχνης του εξωτερικού διοργανώνουν happenings και
δραστηριότητες προκειμένου να συγκεντρώσουν/ φέρουν το κοινό που απέχει
απο την «δυσνόητη τέχνη», αυτές τις δραστηριότητες θα τις ονομάσουμε
εύλογα Τέχνη & επιχειρηματικότητα, είναι αυτό όμως;
Δ. Κ.: Όχι απαραίτητα.
Προσωπικά το ερμηνεύω ως ένα πειραματικό στάδιο που αφορά στην
ευαισθητοποίηση του κοινού, στην κινητοποίησή του να συμμετέχει σε κάθε
είδους δρώμενο που οργανώνεται από τους φορείς ώστε να θεωρηθεί ως
πολιτιστική συμμετοχή. Κατά κάποιον τρόπο είναι μια τεχνοκρατική
προσέγγιση του πολιτισμού που επιδιώκει στην αύξηση του αριθμού των
επισκεπτών και στα έσοδα αλλά όχι απαραίτητα στην ποιότητα.
Η Έλενα Τονικίδη είναι ψυχολόγος, εικαστικός art-therapist