31.8.14
Βουνό ή θάλασσα; ― «Βουνό και θάλασσα». Γράφει η Δωροθέα Κοντελετζίδου
της Δωροθέας Κοντελετζίδου*
Βουνό και θάλασσα
Στα Βόσγια μονοπάτια
έμαθα να αναγνωρίζω αυτούς τους άλλους ήχους, τους ήχους του θροΐσματος, και
αίφνης το απέραντο γαλάζιο που όφειλα να λατρεύω ελαχιστοποιήθηκε στη μνήμη μου.
Οι λίμνες αντικατέστησαν αργότερα τη θάλασσα. Οι πόλεις, τα βουνά, το τοπίο, ‘απέκτησαν’ την εικαστική
αυτή ταυτότητα που συνόδευσε τόσους και τόσους καλλιτέχνες, μιας και η
γεωγραφική καταγωγή διαπίστωνα ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εμπότιζε το
έργο τους.
Μια μαγική όμως
παιδική πρόταση όπως τα «τραγούδια των κυμάτων» άρκεσε για να υφάνω αλλά και να
δρομολογήσω μια ολόκληρη ιστορία: «Τα τραγούδια του βουνού»! Τα τραγούδια που
προήλθαν από τις ισχνές παιδικές αναμνήσεις των οικογενειακών εκδρομών, και τα
οποία, με τη συνοδεία του ακορντεόν, πλαισίωναν τα τραγούδια της παρέας αλλά
και της αηδονομαμάς.
Παρ’ όλα αυτά, το
απέραντο γαλάζιο, οι αχινοί, και τα τσιμπήματα μελισσών, κρυμμένα καλά κάπου
στα βάθη της απόρριψης ενός ολόκληρου συστήματος και μιας νοοτροπίας, ξεπήδησαν
και πάλι μετά την αποποίησή τους. Άλλη ματιά, άλλο βλέμμα. Τοπία μέσα από τους
ήχους, το θρόισμα των φυλλωμάτων, η αλμύρα που φέρνει το αγέρι εκείνη τη μαγική
στιγμή του δειλινού, όπου χωμένη κάπου μέσα στη δροσιά μιας ψηλής ραχούλας, σ’
ένα βενζινάδικο στη μέση του πουθενά, πίνω σιωπηλά το ένα τσίπουρο μετά το άλλο,
αγναντεύοντας την άλλη νήσο, ή ακούγοντας το πάφλασμα του κύματος που φέρνει ο
αγέρας. Ησυχία, απόλυτη ησυχία, και το περιβόητο «ζακετάκι στους ώμους», που
κάποτε μ’ έκανε να δακρύσω, μου θύμισε ότι η καλύτερη συντροφιά είναι αυτή που
δεν γνώρισα ποτέ· μου θύμισε ότι το ανελέητο μαστίγωμα του κύματος στην
άμμο δεν αφήνει παρά ένα στιγμιαίο
ίχνος, ένα εφήμερο ίχνος της ψυχότροπης Φύσης.
Βουνό ή Θάλασσα. Υγρό
και στερεό. Στοιχεία αλληλένδετα. Στέκω αναποφάσιστη. Χαμένη στα βάθη και των
δύο, αναζητώ εκείνη τη μοναδική στιγμή του εαυτού μου με τον εαυτό μου. Και
όταν δεν συμβαίνει, τότε τραγουδάω τα τραγούδια των κυμάτων ή του βουνού και
αφήνομαι στην παιδική αυτή φωνούλα που μοιάζει να χαίρεται κάθε στιγμή, κάθε
τοπίο. Τα παραμύθια και οι αλήθειες ατελείωτα, όπως και οι ήχοι. Αυτοί οι ήχοι,
οι νότες, τα σημεία στίξης, είναι η τοπιογραφία μου.
Ξένη μ’ εμένα την
ίδια, κοιτάζω τα βουνά της Χαϊδεμβέργης και ‘βλέπω’ τον Gaspar Friedrich,
τον Matisse και τον Van Gogh στη Νίκαια και στην
Αρλ, τον Giotto στη Τοσκάνη, τον Veronese
στη Βενετία, τον Courbet
στην οργωμένη ύπαιθρο, τον Ιακωβίδη, τον Τσαρούχη και τον Μόραλη
στις Κυκλάδες, στο Αιγαίο, ‘βλέπω’ στον Όλυμπο τη ‘ματιά’ των ιμπρεσιονιστών.
Θάλασσα ή βουνό;
Θάλασσα και βουνό, γιατί η τοπιογραφία είναι ατελείωτη, όπως ατελείωτη είναι η
μέθη του άγνωστου αλλά και του οικείου.
* Iστορικός της τέχνης και διδάκτορας της θεωρίας.
Συγγραφέας και επιμελήτρια εκθέσεων.
Φέτος κυκλοφόρησε το βιβλίο της
Η ιδέα ως υλικό, το υλικό ως ιδέα.
Πρόλογος: Εμμανουήλ Μαυρομμάτης (Επίκεντρο).Εντευκτήριο περιοδικό 2014