10 Οκτ 2014

Η Λία Ναλμπαντίδου συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου

Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με τη Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…



                                          Copyright Lia Nalbantidou / 
                                      Απαγορεύεται η αναδημοσίευση.


Λία Ναλμπαντίδου: Περπατάω από την Λεωφόρο Νίκης ανατολικά προς την Καλαμαριά. Περνώ μπροστά από το άγαλμα του Αριστοτέλη πάνω στην Πλατεία Αριστοτέλους και συνεχίζοντας επί της Μητροπόλεως στρίβω δεξιά στην Παύλου Μελά· στο δεξί μου χέρι προσπερνώ το άγαλμα της Γυναίκας της Πίνδου. Λίγο παρακάτω, κοντά στο Βασιλικό Θέατρο συναντώ το ολόσωμο άγαλμα μιας νεαρής, γυμνής καταμεσής σ’ ένα σιντριβάνι. Λίγο πιο κάτω βρίσκω τον Μεγαλέξανδρο Καβαλάρη και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που αγναντεύει το πέλαγος. Αναρωτιέμαι: Που είναι οι Γυναίκες Αυτής της Πόλης; Θα ήθελα να με βοηθούσες.
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Αρχικά, ως θέση, δε διαχωρίζω την καλλιτεχνική εργασία σε γυναικεία και αντρική γιατί πιστεύω ότι το έργο του καλλιτέχνη μπορεί να αναδειχθεί, ανεξαρτήτως φύλλου -παρότι είναι δυσκολότερες οι συνθήκες για τις γυναίκες- μου θυμίζεις την ποσόστωση των εκλογικών ψηφοδελτίων με την οποία είμαι και αντίθετη. Κατά τα άλλα είναι γνωστό ότι είμαστε μια συντηρητική κοινωνία αλλά παρόλα αυτά έχουν γίνει αρκετά βήματα όσο αφορά στην ανάδειξη της τέχνης ‘γένους θηλυκού’ με αποτέλεσμα οι ‘σύγχρονες’ γυναίκες να έχουν το βήμα που τους αναλογεί τόσο ώστε πολλές φορές να είναι εκ του μη άνευ…

Λ. Ναλμπ.: Είμαι φωτογράφος. Εδώ και 20 περίπου χρόνια. Απόφοιτος Σχολής Καλών Τεχνών των ΗΠΑ. Αλήθεια εσύ σαν θεωρητικός της τέχνης, πως θα εξηγούσες σ’ ένα παιδί τι σημαίνει καλλιτέχνης φωτογράφος, τι σημαίνει καλλιτεχνική φωτογραφία, αν η ασπρόμαυρη είναι πιο καλλιτεχνική από την έγχρωμη φωτογραφία, τι είναι η εικαστική φωτογραφία, ή τι ονομάζουμε επαγγελματική φωτογραφία;
Δ. Κ. Προσωπικά σ’ ένα παιδί δε θα εξηγούσα παρόμοιες διαφορές γιατί το θεωρώ υπερβολικό, θα το άφηνα απλώς να δει, να κοιτάξει. Ανεξάρτητα με τις σπουδές του καθενός το βλέμμα καθώς και η ταξινόμηση του παιδιού είναι διαφορετικά με αυτή του ενήλικα. Εξ’ άλλου παρόμοιες διατυπώσεις είναι πλέον ξεπερασμένες με την έννοια ότι η φωτογραφία έχει βρει τη ‘θέση’ της στην τέχνη.

Λ. Ναλμπ.: Αλήθεια πως θα εξηγούσες ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα στο γλυπτό του Κώστα Βαρώτσου στην πλατεία ΧΑΝΘ, στο γλυπτό του Γιώργου Ζογγολοπούλου στην είσοδο της HELEXPO επί της Εγνατίας, και στο γλυπτό του Ανδρέα Παπανδρέου στην οδό Εθνικής Αντίστασης στο ύψος του Στρατοπέδου Νταλίπη;
Δ. Κ. Διαφορετικές ιστορικές και χρονικές συγκυρίες. Το γλυπτό του Ζογγολόπουλου -Νίκη της Σαμοθράκης- είχε προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις από τους κατοίκους οι οποίοι επιθυμούσαν την απομάκρυνσή του αφού ως σημείο ‘γλυπτικής’ αναφοράς είχαν το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου! Ο Ορίζοντας του Βαρώτσου όταν είχε τοποθετηθεί στην πλατεία Αριστοτέλους- πάλι είχε προκαλέσει αντιδράσεις, πάλι η τοπική κοινωνία δε δεχόταν την αφαίρεση, το υλικό κ.τ.λ. παρά το γεγονός ότι ήταν ο καταλληλότερος χώρος για το έργο. Και στα δύο αυτά έργα υπάρχουν κοινές αφετηρίες: σχεδιασμένα και κατασκευασμένα για το δημόσιο χώρο ενώ παράλληλα κοινοποιούν τη σύγχρονη τέχνη της εποχής.  Είναι όμως σημαντικό να επισημάνουμε ότι οι ‘εμπνευστές’ της πρότασης ανήκαν και ανήκουν στο χώρο της τέχνης, σε αντίθεση με το άγαλμα του Ανδρέα Παπανδρέου -ο οποίος είναι ιστορικό πρόσωπο, φέρει την ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και επιλέχτηκε από το Δήμο με στόχο την ‘εξύμνιση’, τη διαιώνιση του μύθου ενός ηγέτη άρα λειτουργεί προπαγανδιστικά και διόλου εικαστικά.

Λ. Ναλμπ.: Ή, ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα στο βίντεο έργο του Bill Viola που φιλοξενείται The Met Hotel και στα ‘βιντεάκια’ που βλέπουμε στο UTube;
Δ. Κ. Δεν έχω δει το συγκεκριμένο έργο του Bill Viola οπότε δεν μπορώ να απαντήσω υποθετικά! Μου δίνεις όμως το κίνητρο να πάω να το δω!
Όσο αφορά στα ‘βιντεάκια’ του UTube, γενικά, αποδυναμώνουν το έργο αλλά παρόλα αυτά παραμένουν πηγή πληροφορίας.

Λ. Ναλμπ.: Νομίζεις πως σαν κοινωνία, όχι τώρα που βιώνουμε την πολλαπλή κρίση (οικονομικο-πολιτικο-κοινωνική) και χάνουμε την ίδια μας την αξιοπρέπεια· θεωρούσαμε ποτέ την αισθητική, αναγκαία αξία για μια καλύτερη ζωή;
Δ. Κ. Βασικά, νομίζω ότι η μοναδική στιγμή που ο άνθρωπος χάνει την αξιοπρέπειά του είναι όταν δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί, η αξιοπρέπεια για μένα δεν πηγάζει από τα υλικά αγαθά, τις παροχές και ότι συνακολουθεί. Παρόλα αυτά όμως νομίζω ότι δεν έχουμε εκπαιδευτεί έτσι ώστε η αισθητική να είναι αναγκαία αξία για ένα καλύτερο επίπεδο ζωής. Αυτοί που τη θεωρούν αναγκαία αξία χαρακτηρίζονται, συνήθως, γραφικοί. Αλλά ξέρεις είναι μια μεγάλη συζήτηση η αισθητική. Ποια αισθητική; Για ποιον πολίτη; Για ποιον πολιτικό; Αυτόν που ζει στο ρυθμό της Βίσση και του Ρουβά; Γιατί, δυστυχώς, αυτού του είδους η αισθητική προωθήθηκε για χρόνια στην πόλη μας ή αυτή που με μια ‘πινελιά μοντερνιάς’ εξευτελίζει πάλι την αισθητική;

Η Λία Ναλμπαντίδου είναι φωτογράφος.
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός της τέχνης και διδάκτωρ της θεωρίας.

4 Σεπ 2014

31.8.14


 

Βουνό ή θάλασσα; ― «Βουνό και θάλασσα». Γράφει η Δωροθέα Κοντελετζίδου



της Δωροθέας Κοντελετζίδου*



Βουνό και θάλασσα

Στα Βόσγια μονοπάτια έμαθα να αναγνωρίζω αυτούς τους άλλους ήχους, τους ήχους του θροΐσματος, και αίφνης το απέραντο γαλάζιο που όφειλα να λατρεύω ελαχιστοποιήθηκε στη μνήμη μου. Οι λίμνες αντικατέστησαν αργότερα τη θάλασσα.  Οι πόλεις, τα βουνά, το τοπίο, ‘απέκτησαν’ την εικαστική αυτή ταυτότητα που συνόδευσε τόσους και τόσους καλλιτέχνες, μιας και η γεωγραφική καταγωγή διαπίστωνα ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εμπότιζε το έργο τους.

Μια μαγική όμως παιδική πρόταση όπως τα «τραγούδια των κυμάτων» άρκεσε για να υφάνω αλλά και να δρομολογήσω μια ολόκληρη ιστορία: «Τα τραγούδια του βουνού»! Τα τραγούδια που προήλθαν από τις ισχνές παιδικές αναμνήσεις των οικογενειακών εκδρομών, και τα οποία, με τη συνοδεία του ακορντεόν, πλαισίωναν τα τραγούδια της παρέας αλλά και της αηδονομαμάς.

Παρ’ όλα αυτά, το απέραντο γαλάζιο, οι αχινοί, και τα τσιμπήματα μελισσών, κρυμμένα καλά κάπου στα βάθη της απόρριψης ενός ολόκληρου συστήματος και μιας νοοτροπίας, ξεπήδησαν και πάλι μετά την αποποίησή τους. Άλλη ματιά, άλλο βλέμμα. Τοπία μέσα από τους ήχους, το θρόισμα των φυλλωμάτων, η αλμύρα που φέρνει το αγέρι εκείνη τη μαγική στιγμή του δειλινού, όπου χωμένη κάπου μέσα στη δροσιά μιας ψηλής ραχούλας, σ’ ένα βενζινάδικο στη μέση του πουθενά, πίνω σιωπηλά το ένα τσίπουρο μετά το άλλο, αγναντεύοντας την άλλη νήσο, ή ακούγοντας το πάφλασμα του κύματος που φέρνει ο αγέρας. Ησυχία, απόλυτη ησυχία, και το περιβόητο «ζακετάκι στους ώμους», που κάποτε μ’ έκανε να δακρύσω, μου θύμισε ότι η καλύτερη συντροφιά είναι αυτή που δεν γνώρισα ποτέ· μου θύμισε ότι το ανελέητο μαστίγωμα του κύματος στην άμμο  δεν αφήνει παρά ένα στιγμιαίο ίχνος, ένα εφήμερο ίχνος της ψυχότροπης Φύσης.

Βουνό ή Θάλασσα. Υγρό και στερεό. Στοιχεία αλληλένδετα. Στέκω αναποφάσιστη. Χαμένη στα βάθη και των δύο, αναζητώ εκείνη τη μοναδική στιγμή του εαυτού μου με τον εαυτό μου. Και όταν δεν συμβαίνει, τότε τραγουδάω τα τραγούδια των κυμάτων ή του βουνού και αφήνομαι στην παιδική αυτή φωνούλα που μοιάζει να χαίρεται κάθε στιγμή, κάθε τοπίο. Τα παραμύθια και οι αλήθειες ατελείωτα, όπως και οι ήχοι. Αυτοί οι ήχοι, οι νότες, τα σημεία στίξης, είναι η τοπιογραφία μου.

Ξένη μ’ εμένα την ίδια, κοιτάζω τα βουνά της Χαϊδεμβέργης και ‘βλέπω’ τον Gaspar Friedrich,  τον Matisse και τον Van Gogh στη Νίκαια και στην Αρλ, τον Giotto στη Τοσκάνη, τον Veronese στη Βενετία, τον Courbet στην οργωμένη ύπαιθρο, τον Ιακωβίδη, τον Τσαρούχη και τον Μόραλη στις Κυκλάδες, στο Αιγαίο, ‘βλέπω’ στον Όλυμπο τη ‘ματιά’ των ιμπρεσιονιστών.

Θάλασσα ή βουνό; Θάλασσα και βουνό, γιατί η τοπιογραφία είναι ατελείωτη, όπως ατελείωτη είναι η μέθη του άγνωστου αλλά και του οικείου.  

 * Iστορικός της τέχνης και διδάκτορας της θεωρίας. 
Συγγραφέας και επιμελήτρια εκθέσεων.
Φέτος κυκλοφόρησε το βιβλίο της 
Η ιδέα ως υλικό, το υλικό ως ιδέα. 
Πρόλογος: Εμμανουήλ Μαυρομμάτης (Επίκεντρο).



Εντευκτήριο περιοδικό 2014

22 Ιουν 2014

Η Ράνια Μπέλλου συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου

Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με τη Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…



Ράνια Μπέλλου: Δεδομένων των σκληρών περικοπών στους πολιτιστικούς προϋπολογισμούς στην Ευρώπη γενικότερα, πιστεύεις ότι τα δημόσια μουσεία και ιδρύματα θα καταλήξουν να βασίζονται στο μέλλον κυρίως σε ιδιωτικές συλλογές; Και τι επίπτωση θα είχε αυτό στην επιμελητική σου δράση;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Αρχικά σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία δεν έγιναν περικοπές αντιθέτως υπήρξε αύξηση στους πολιτιστικούς προϋπολογισμούς έτσι ώστε να οργανώνονται ποικίλες εστιασμένες δραστηριότητες. Όσο όμως αφορά στις ιδιωτικές συλλογές εάν αυτές έχουν ερευνητικό και ιστορικό ενδιαφέρον, εάν προσεγγίζονται από τον ιστορικό μεθοδικά και τεκμηριώνουν την άποψη του δε θεωρώ ότι η ανάδειξή τους είναι αρνητικό πρόσημο. Εξάλλου οι συλλογές πάντα προκαλούσαν το ενδιαφέρον των ερευνητών. Σε σχέση με την επιμελητική μου δράση -αν και δε θεωρώ τον εαυτό μου επιμελήτρια με την έννοια που αποδίδεται στη λέξη τον 21ο αιώνα, ξέρεις στη δική μου εποχή οι ιστορικοί τέχνης ήταν άνευ αντικειμένου με αποτέλεσμα μερικοί να στραφούμε προς την επιμέλεια έτσι ώστε να διατηρήσουμε την επαφή με το αντικείμενο- δε με επηρεάζει περισσότερο ή λιγότερο γιατί απλώς στην Ελλάδα κάποιες σχέσεις παραμένουν ίδιες.
Ρ. Μπ.: Η επιμελητική δράση είναι δημιουργική, που βλέπεις τα όρια μεταξύ καλλιτεχνικής δημιουργικότητας και επιμελητικής; Θα έπρεπε να υπάρχουν όρια;
Δ. Κ. Φυσικά και πρέπει να υπάρχουν όρια. Το έχω τονίσει πολλές φορές ότι ο επιμελητής μπορεί να συζητήσει με τον καλλιτέχνη, να ανταλλάξουν απόψεις αλλά σε καμία περίπτωση δεν παρεμβαίνει στην καλλιτεχνική παραγωγή. Το αντικείμενό του είναι να εστιασθεί σε ένα θεωρητικό άξονα μέσα από τον οποίο θα υιοθετήσει, θα επιχειρήσει να απαντήσει σε θεωρητικά ερωτήματα που προκύπτουν από την επιμέλεια.
Ρ. Μπ.: Τι αλλαγές πιστεύεις ότι φέρνει ο αναδυόμενος ρόλος του καλλιτέχνη ως επιμελητή;
Δ. Κ. Είναι μια άλλη προσέγγιση η οποία πολλές φορές δεν προωθεί παρά τη διαφήμιση του καλλιτέχνη ως επιμελητή, συνήθως με πενιχρά αποτελέσματα. Άλλες φορές, και έχω υπόψη συγκεκριμένα ονόματα, αποδεικνύεται ουσιαστικός και καίριος ο ρόλος του γιατί εστιάζει σε κάτι πολύ συγκεκριμένο που μπορεί να διαφεύγει στον θεωρητικό αλλά είναι ελάχιστες αυτές οι περιπτώσεις.
Ρ. Μπ.: Ποια είναι η πρόκληση για εσένα, ώστε να διευρύνεις το κοινό της τέχνης;
Δ. Κ. Μία από τις προκλήσεις, επειδή ακριβώς με απασχολεί ότι η τέχνη πρέπει και οφείλει να προσεγγίζει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό, είναι ακριβώς αυτές οι ‘συνομιλίες’ σε ένα ηλεκτρονικό έντυπο όπως το thinkfree.gr όπου ο αναγνώστης -θέλω να πιστεύω- ότι εξοικειώνεται περισσότερο με τον καλλιτέχνη μιας και διαβάζει τι τον απασχολεί. Ξέρεις με ‘κατηγόρησαν’ ότι αυτή μου η πρωτοβουλία είναι αλαζονική ως προς το περιεχόμενο και ότι η δεκαετία του 1990 έδωσε το βήμα στους καλλιτέχνες να εκφρασθούν ποικιλοτρόπως τόσο ώστε να γίνει life style, αυτό όμως που ξεχνάμε είναι ότι η αντιστροφή των ρόλων, η εναλλαγή των προσώπων δημιουργεί ένα είδος παλίμψηστου της τέχνης και του χώρου της που εκθέτει τις σκέψεις, τις αγωνίες αλλά και την προσωπικότητα του καθενός. Η άλλη πρόκληση που τελικά και αυτή θα ευοδωθεί από τις 27 Μάιου είναι 5λεπτες συζητήσεις σε γνωστό ραδιοφωνικό σταθμό με στόχο την ανάπτυξη θεωρητικών θεμάτων ώστε να εξοικειωθούμε περισσότερο με έννοιες που θεωρούνται δυσνόητες και που αναπαράγονται μέσα από τα δελτία τύπου.
Ρ. Μπ.: Ποια είναι τα σχέδια σου για το μέλλον;
Δ. Κ. Αρκετά για το επόμενο εξάμηνο: ετοιμάζω την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου καθώς επίσης επιμελούμαι μια αναδρομική έκθεση και ακολουθούν και άλλα…

Η Ράνια Μπέλλου είναι καλλιτέχνης.
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός της τέχνης και διδάκτωρ της θεωρίας.

30 Απρ 2014

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΟι Άνθρωποι της τέχνης συζητούν/ Οι Kalos & Klio συζητούν με τη Δ. Κοντελετζίδου

Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με τη Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…

Kalos/Klio: Σε ένα περιβάλλον υπερπληροφορίας στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης το τοπίο της σύγχρονης τέχνης μοιάζει πιο αχαρτογράφητο από ποτέ, πως νιώθετε μέσα σε αυτό; Με ποιό τρόπο μπορεί να δρα ένας ιστορικός τέχνης;

Δωροθέα Κοντελετζίδου: Η αίσθηση είναι διφορούμενη. Πρόσφατα, συζητώντας με μια νέα καλλιτέχνη της ανέφερα να συναντηθούμε για να δω τη δουλειά της από κοντά και μου απάντησε ότι μπορεί να μου στείλει κάποια έργα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Η ψευδής, όμως, ψηφιακή αμεσότητα, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη ‘φυσική’ επαφή και το βλέμμα. Είναι γεγονός ότι μας διευκολύνει, επιταχύνει την ενημέρωση, αλλά καταλύει την φυσική αμεσότητα, τη συζήτηση και πολλές φορές παραπληροφορεί. Προσωπικά με διευκολύνει ιδιαίτερα στο να ενημερώνομαι, έστω και μερικά, για διάφορα δημοσιεύματα και εκθέσεις αλλά και πάλι νοιώθω ημιτελής και περισσότερο ‘μοναχική’. Σίγουρα αποτελεί ένα σοβαρό επαγγελματικό εργαλείο αλλά μέχρι εκεί.

Kalos/Klio: Πιστεύετε στην πολιτική στάση μέσα από την τέχνη; αν σκεφτεί κανείς ότι τα έργα που έκαναν τομή στην τέχνη και στάθηκαν κριτικά στην εποχή που τα είχε παράξει, (κάποια ακόμα αμφισβήτησαν δυναμικά την ιδέα της τέχνης ως προϊόν, όπως το ουρητήριο), κατέληξαν, αργότερα, σύμβολα του ίδιου του συστήματος που αμφισβήτησαν.

Δωροθέα Κοντελετζίδου: Ναι, αργότερα, γιατί ‘μπήκαν’ μέσα στο σύστημα της τέχνης. Ξέρετε ο Beuys ‘κατηγορούσε’ τον Duchamps ότι δεν μίλησε, δεν έγραψε για το έργο του με αποτέλεσμα να αφήσει ‘χώρο’ στους ιστορικούς της τέχνης να το ερμηνεύσουν κατά το δοκούν. Ωστόσο πιστεύω ότι η τέχνη είναι ένα σύστημα μέσα στο σύστημα, δεν είναι αντισυστημική, μπορεί να ‘κρίνει’ να αναιρεί μεθόδους προσέγγισης, να διερωτάται, να ανασύρει και να προτείνει λύσεις ως προς τα πλαστικά θέματα αλλά παραμένει να είναι μέσα στο σύστημα απλώς διευρύνει τους ορίζοντες διερώτησης. Αυτό δεν είναι πολιτική στάση;

Kalos/Klio: Έχετε σκεφτεί να γράφετε κριτική για τις εκθέσεις που παρακολουθείτε; αφού η έλλειψη κριτικής είναι μια από τις μεγάλες παθογένειες του χώρου, οι εκθέσεις γίνονται συνεχώς και το μόνο που δημοσιεύεται είναι τα δελτία τύπου.

Δωροθέα Κοντελετζίδου: Κριτική έγραφα για πολλά χρόνια, αρχής γενομένης στο περιοδικό ARTI και την εφημερίδα ‘Θεσσαλονίκη’ όπου είχα και την ευκαιρία να συνεργαστώ με το Χρήστο Αρνομάλλη. Πιστεύω όμως ότι το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε δεν αντέχει την κριτική, αρκείται στις παρουσιάσεις. Προσωπικά έχω δεχτεί ύβρεις από ‘συνάδελφο’ που δεν συμφώνησε με την κριτική, οι γκαλερίστριες έχουν προσπαθήσει να με χειραγωγήσουν οπότε κάποια στιγμή ‘αγανάκτησα’ και παραιτήθηκα. Μία από τις ‘παθογένειες’ αυτής της πόλης είναι ότι θέλουμε να είμαστε αρεστοί…

Kalos/Klio: Ποια είναι η εικόνα σας για το σύγχρονο εικαστικό ελληνικό τοπίο, στην εποχή της κρίσης και των δραματικών αλλαγών, όπως το κατέβασμα του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα, δεν θα περίμενε κανείς περισσότερο αιχμηρή τέχνη;

Δωροθέα Κοντελετζίδου: Ναι, αλλά ίσως είναι ακόμα νωρίς…Αν και η ελληνική τέχνη -εκτός ελάχιστων περιπτώσεων- δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα αιχμηρή όπως παραδείγματος χάρη η γερμανική. Είναι περισσότερο αφηγηματική έως και διακοσμητική. Ίσως γιατί ως λαός είμαστε περισσότερο διονυσιακοί και όχι απολλωνιακοί.

Kalos/Klio: Στην ψηφιακή εποχή γιατί τόση προσκόλληση στην ζωγραφική;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Δε θεωρώ ότι υπάρχει προσκόλληση στη ζωγραφική αλλά μια ‘επιστροφή’ ώστε να κατανοηθούν καλύτερα κάποιες ιστορικές ‘διαδρομές’ της τέχνης.

Οι Kalos & Klio είναι καλλιτέχνες.
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός της τέχνης και διδάκτορας της θεωρίας.

19 Φεβ 2014

Οι άνθρωποι της τέχνης συζητούν. Η Έλενα Τονικίδη συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδουη

Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με τη Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…


 Το [μη] λεχθέν 3, Έλενα Τονικίδη


Έλενα Τονικίδη: Η δημιουργία της τέχνης είναι δημοκρατική, ο καθένας μπορεί να συμμετέχει σε εκφραστικές, δραστηριότητες. Η δημιουργία ως διαδικασία είναι στην ευχέρεια όλων ενώ ως προϊόν η Τέχνη είναι στον τομέα μερικών μόνο, ως προϊόν όμως η τέχνη δημιουργείται και πραγματοποιείται σε χώρους απομακρυσμένους από τη ζωή της κοινότητας και  είναι προσβάσιμη μόνο σε λίγους ή  εάν είναι προσιτή σ’ ένα ευρύ κοινό είναι  ασαφή τα όρια της πραγματικότητας της καθημερινής ζωής, της φαντασίας, των συμβολισμών της τέχνης. Τι θεωρείται ότι συμβαίνει;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Το κλειδί νομίζω βρίσκεται στη λέξη ‘προϊόν’. Ότι το κοινωνικό σύστημα παράγει προϊόντα για τα υποκείμενα αλλά και υποκείμενα για τα αντικείμενα-προϊόντα είναι γεγονός. Αυτοί οι κατευθυνόμενοι ρόλοι είναι που πρέπει να αποσαφηνισθούν, να ερμηνευθούν για να καταλήξουμε σε τι είδους υποκείμενα απευθύνονται τα αντικείμενα-προϊόντα και vice-versa. Το εικαστικό ‘προϊόν’, η Τέχνη, δηλαδή, κατά τη διάρκεια της παραγωγής της είναι κατά το πλείστον μοναχική -εξαιρούνται μορφές τέχνης όπως οι performances οι οποίες, εν τη γενέσει τους, παράγονται, μέσα στην κοινότητα όποια και να είναι αυτή- η επικοινωνιακή σχέση που αναπτύσσεται -από την έκθεσή του ‘προϊόντος’ και μετά- είναι ένα άλλο θέμα το οποίο εμπλέκει πολλές πραγματικότητες, παρερμηνείες αλλά και την ευρεία παιδεία του αποδέκτη. Το ότι τα όρια μπορεί να είναι ασαφή οφείλεται και στο γεγονός ότι κάθε φορά μιλάμε για ένα πνευματικό, προσωπικό ‘προϊόν’ -το οποία δεν έχει απαραίτητα ως στόχο την οικονομική εισροή- στο οποίο ο θεατής καλείται να ερμηνεύσει τους προσωπικούς ή συλλογικούς μύθους της καλλιτεχνικής πράξης. Είναι όμως αυτό το ζητούμενο στην Τέχνη; Για μένα, όχι, δεν είναι μόνο αυτό. Η επικοινωνία της Τέχνης με το ευρύ κοινό είναι ένα άλλο σύστημα μέσα στο σύστημα το οποίο προϋποθέτει την αμοιβαία συμμετοχή και των δύο συμβαλλόμενων ώστε να υπάρξει ένα κοινό σημείο αναφοράς που είναι το αποτέλεσμα, δηλαδή η εικόνα και η ανάγνωσής της ως νέο αντικείμενο και όχι απαραίτητα συμβολικό, καθημερινό ή ότι βιωματικό μπορεί να φέρει. Η Τέχνη δεν στοχεύει στα πεδία προβολών ούτε του καλλιτέχνη αλλά ούτε και του θεατή. Εάν αφαιρέσουμε, συνειδητά, τις προβολές και τις παρομοιώσεις, όπως συχνά λέω, τότε θα έχουμε και την ικανότητα να προσλάβουμε το νέο αυτό αντικείμενο ως εικόνα προς ανάλυση.
Ελ. Τ.: Ο μηχανισμός της «μετουσίωσης», η εσωτερική ώθηση για δημιουργία είναι αυτή που κινεί τον καλλιτέχνη, η οποία είναι υπερβατική και επισημαίνει την διπλή ταυτότητα «το παράδοξο της ανθρώπινης ύπαρξης», ο καλλιτέχνης λοιπόν γνωρίζει τις ερμηνείες και τις προεκτάσεις των συμβόλων και έτσι του δίνεται η δυνατότητα να μιλά με το έργο του πιο καθαρά. Το τελευταίο καιρό όμως βλέπουμε πολύ πρόκληση. Μήπως τελικά χωρίς πρόκληση φοβόμαστε ότι θα κατηγορηθούμε «για απλοϊκή έκφραση της ουσίας»;
Δ. Κ.: Αρχικά, θα μου επιτρέψετε, να πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης δε γνωρίζει απαραίτητα τις ερμηνείες και τις προεκτάσεις των συμβόλων, ίσως και να μην είναι απαραίτητο εάν περιοριζόταν στο πλαστικό αποτέλεσμα.. Υπάρχει ένα είδος σύγχυσης που καταλήγει σε ‘φλυαρία’ γιατί ακριβώς, πολλές φορές ο καλλιτέχνης αναζητώντας το ζωγραφικό θέμα εγκλωβίζεται στην απόδοσή του και χάνει, κατά κάποιον τρόπο, τη διαδικασία μέσα από την οποία θα προκύψει το αποτέλεσμα ώστε να καταλήγουμε σε έργα διακοσμητικά, ή της μόδας… Η έκφραση της ουσίας θέλει περισυλλογή και όχι φλυαρία, θέλει αναζήτηση της χρήσης και της απόδοσης τού μέσου μέχρι εσχάτων, θέλει σύμμαχο τη βραδύτητα και όχι την ταχύτητα.
Ελ. Τ.: Η τέχνη χρησιμοποιήθηκε ως ένα μέσο με σκοπό την επικοινωνία Στο «τώρα» πέραν της εμπορευματοποίησης της τέχνης γενικότερα, οι καλλιτέχνες απέχουν φυσικά πολύ από τους ανώνυμους γλύπτες του Στόουνχεντζ και τους ζωγράφους των σπηλαίων του Λασκό, πολλά έργα δεν είναι ισχυρά αλλά ισχυρός ο ‘λόγος’ που τα συνοδεύει. Τι ακριβώς συμβαίνει όταν λόγος/ γραφή του θεωρητικού εξυψώνει ένα έργο ας μου επιτραπεί ‘φτωχό’;
Δ. Κ.: Εξαρτάται πάλι από το ποιος είναι ο αποδέκτης. Μπορεί ένας ‘ισχυρός’ θεωρητικός λόγος να καθιερώσει το έργο του καλλιτέχνη αν και η ιστορία της τέχνης έχει αποδείξει ότι, τελικά, δεν ισχύει. Το έργο, η καλλιτεχνική εργασία όταν έχουν ουσία, ‘δύναμη’ πιστεύω ότι δεν έχουν ανάγκη από κανένα θεωρητικό λόγο, ερμηνεία, τοποθέτηση, ανάλυση, ίσως σε δεύτερο επίπεδο αλλά και πάλι αφορά στους προβληματισμούς και στην οπτική γωνία ανάγνωσης του θεωρητικού, του ιστορικού τέχνης. Ξέρετε, όπως υπάρχουν ‘φτωχά’ έργα, υπάρχουν και ‘φτωχά’ κείμενα τα οποία ανάλογα με την επικοινωνιακή δυνατότητα του συγγραφέα μπορούν κάλλιστα να ‘καθιερωθούν’ και να ‘καθιερώσουν’ χωρίς επιχειρηματολογία, με γενικότητες και φιλολογίες. Με την ιστορική και την ερευνητική απόσταση γίνονται όμως αντιληπτά και νομίζω ότι ‘βρίσκουν’ τη θέση που τους αναλογεί.
Ελ. Τ.: Υπάρχουν πολλές διαφορετικές φιλοσοφικές έννοιες της τέχνης οι οποίες περιλαμβάνονται στο πεδίο της αισθητικής και μιλούν για τις λειτουργίες και το νόημα της τέχνης. Εφόσον όμως η παραγωγή της τέχνης είναι ούτως ή άλλως παραμορφωτική κάτι το οποίο είναι «συνηθισμένο» ή «άσχημο»  μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο, διαδικασία μετασχηματισμού δημιουργία ενός αντικειμένου θαυμαστού, το «νέο» αντικείμενο που δημιουργηθηκε θα εμπεριέχει και τις κατακριτέες ιδιότητες, αυτές τις σκιερές όψεις της ομορφιάς…. από την απλή έκφραση των βρεφών που λεκιάζουν τους τοίχους με τα περιττώματά τους μέχρι και εκλεπτυσμένα έργα. Άρα η τέχνη υπάρχει σε πολλές μορφές;
Δ. Κ.: Νομίζω ότι οφείλουμε να διαχωρίσουμε την ‘τέχνη’ της παιδικής ηλικίας αφού, όπως γνωρίζετε και εσείς, αναφέρεται σε ένα απαραίτητο στάδιο ανάπτυξης των ψυχικών και κινητικών δραστηριοτήτων του παιδιού που αφορούν άμεσα στην αντίληψή του με το σώμα του, το χώρο και την πραγματικότητά του. Η διατύπωση της διευρυμένης έννοιας της τέχνης, σ’ αυτή νομίζω ότι αναφέρεσθε, ετέθη για πρώτη φορά από τον Joseph Beuys ο οποίος έλεγε ότι τα αντικείμενα, ή οι δράσεις του δεν πρέπει να γίνονται αντιληπτά ως έργα που έχουν ένα αυτοσκοπό. Έχουν συλληφθεί για να διαβασθούν ως επαναλήψεις του μηνύματος: εσύ κοιτάζεις, είσαι ένας καλλιτέχνης επίσηςΑυτή η βασική θεώρηση φέρνει στην επιφάνεια μια κυρίαρχη και συγχρόνως κλασσική αντίληψη της τέχνης, ότι η φόρμα, το σχήμα δεν είναι παρά το μέσο της ιδέας, της έννοιας. Το ερώτημα που έθεσε ο Beuys είναι, η ικανότητα του καθενός στον τόπο εργασίας, η ικανότητα μιας νοσοκόμας, ενός χωρικού να γίνουν μια δημιουργική εξουσία και να την αναγνωρίσουν ως τμήμα μιας καλλιτεχνικής υποχρέωσης που θα φέρουν εις πέρας. Αυτή η αναγνώριση της ικανότητας που ουσιαστικά είναι αόρατη και καθαρά πνευματική είναι που ονομάζει και κοινωνική γλυπτική, ώστε να καταλήγει, στη συχνά παραφρασμένη διατύπωσή του ότι, κάθε άνθρωπος είναι καλλιτέχνης.
Ελ. Τ.: Αυτό που ονοματίζουμε τέχνη λοιπόν εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς, τόσο αισθητικούς όσο και μη- αισθητικούς, και έχουμε τέχνη ως εκπαίδευση, τέχνη ως πολιτική πράξη, τέχνη ως προσευχή, τέχνη ως θεραπεία. Τον τελευταίο καιρό μουσεία και αίθουσες τέχνης του εξωτερικού διοργανώνουν happenings και δραστηριότητες προκειμένου να συγκεντρώσουν/ φέρουν το κοινό που απέχει απο την «δυσνόητη τέχνη», αυτές τις δραστηριότητες θα τις ονομάσουμε εύλογα Τέχνη & επιχειρηματικότητα, είναι αυτό όμως;
Δ. Κ.: Όχι απαραίτητα. Προσωπικά το ερμηνεύω ως ένα πειραματικό στάδιο που αφορά στην ευαισθητοποίηση του κοινού, στην κινητοποίησή του να συμμετέχει σε κάθε είδους δρώμενο που οργανώνεται από τους φορείς ώστε να θεωρηθεί ως πολιτιστική συμμετοχή. Κατά κάποιον τρόπο είναι μια τεχνοκρατική προσέγγιση του πολιτισμού που επιδιώκει στην αύξηση του αριθμού των επισκεπτών και στα έσοδα αλλά όχι απαραίτητα στην ποιότητα.

Η Έλενα Τονικίδη είναι ψυχολόγος, εικαστικός art-therapist

22 Ιαν 2014

Ο Βασίλειος Μιχαήλ συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου

Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με την Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…  
©Vassilios MICHAIL -L’Etat court les plus grands dangers – Corian blanc, Acier peint couleur quetche et lumiere – 300x310x660cm -2006

Βασίλειος Μιχαήλ: Ο άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί κάτι που δεν υπάρχει;

Δωροθέα Κοντελετζίδου: Δίπολη ερώτηση. Εάν δεχτούμε ότι σκεφτόμαστε βάση αυτού που υπάρχει, βάση αυτού που γίνεται αντιληπτό τότε η απάντηση είναι, όχι δεν μπορεί. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι η λειτουργία του εγκεφάλου μας, η εσωτερική του ‘όραση’ γίνεται βάση δεδομένων που ο ίδιος επιλέγει να αξιοποιήσει άρα λειτουργεί επιλεκτικά στο τι ‘υπάρχει’ και τι δεν ‘υπάρχει’. Κατά συνέπεια η σκέψη ορίζει μεν την ύπαρξη αλλά είναι η ίδια η σκέψη που μπορεί να την εγκλωβίσει.

Β. Μ. Μια κοινωνία μπορεί να ύπαρξη χωρίς τέχνη;
Δ. Κ. Η Ιστορία έχει δείξει πως όχι, δεν μπορεί. Η τέχνη είναι ένα σύστημα μέσα στο σύστημα της κοινωνίας.

Β. Μ. Τέχνη είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας;
Δ. Κ. Για μένα η τέχνη, ο άνθρωπος είναι αυτοί που μεταλλάσσουν τις ενέργειες και μετατρέπουν τον κόσμο αναπτύσσοντας  νέα σχήματα υπό την προϋπόθεση ότι διεισδύουν στη νέα συνείδηση που αναπαριστά ο σύγχρονος χρόνος.

Β. Μ. Χρειάζεται κάποιος να είναι καλλιεργημένος/μορφωμένος για να εκτιμήσει ένα έργο τέχνης;
Δ. Κ. Θεωρητικά θα έλεγα, ναι! Αλλά μου έχει συμβεί να είμαι μάρτυρας σε σχόλια που προήλθαν από ανθρώπους με ελάχιστη καλλιέργεια/μόρφωση και πραγματικά εξεπλάγην. Δεν υπήρχε ούτε η αναζήτηση ταύτισης της εικόνας με το πραγματικό αλλά ούτε και η προβολή της εμπειρίας, υπήρξε μόνο η ανάγνωση της εικόνας.

Β. Μ. Ένα έργο τέχνης μπορεί να είναι ολοκληρωμένο;
Δ. Κ. Από τη στιγμή που μεσολαβεί ο χρόνος το έργο συνεχίζει να ‘ολοκληρώνεται’ διαμέσου της ανάγνωσής του, της έκθεσής του, της προβολής του. Κάθε χρονική στιγμή, κάθε ‘γεωγραφική’ έκθεση προσθέτει στο έργο και μια άλλη ερμηνεία, μια άλλη ανάγνωση. Αυτό ισχύει, πιστεύω, και για τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Η αποκόλλησή του από το έργο, μετά το πέρας της καλλιτεχνικής εργασίας, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένα είδος ρήξης με τον ομφάλιο λώρο που επιτρέπει την αυτονόμησή του. Εξ’ άλλου η ιστορία και η θεωρία της τέχνης έχουν αποδείξει, επιστημονικά πλέον, ότι το έργο αποτελεί μια συνεχή ολοκλήρωση.

Ο Βασίλειος Μιχαήλ είναι καλλιτέχνης.

6 Ιαν 2014

Ο Μανώλης Αναστασάκος συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου

Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με τη Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…  

Μανώλης Αναστασάκος: Γιατί κανείς μέχρι τώρα δεν έχει δώσει έναν σαφή και αποδεκτό από όλους ορισμό της Τέχνης;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Ίσως γιατί δεν ορίζεται, ίσως γιατί όπως γράφει και ο Malévitch: «Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία Τέχνη. Σε όλη την ύπαρξη της ζωής και της φύσης ή σε όλες τις παραστάσεις υπάρχει ευφάνταστη ικανότητα. Υπάρχει η Τέχνη στον Κόσμο ως παράσταση; Η Τέχνη δεν μπορεί να υπάρχει (η Τέχνη) σημαίνει ικανότητα αναπαραγωγής της παράστασης, και γι’ αυτό δεν μπορεί να βρεθεί στον Κόσμο. Στη φύση δεν υπάρχει ούτε τέχνη ούτε αναπαράσταση, (υπάρχει μόνο) παράσταση, και αυτή από τι δική μας συναισθηματική άποψη, (δηλαδή) με σχετικές αντιπαραβολές της αντίληψή μας».
Μ. Αναστασάκος: Ποιος είναι ο ‘πετυχημένος-σωστός’ ιστορικός τέχνης;
Δ. Κοντελετζίδου: Αυτό εξαρτάται από τις προσδοκίες που έχει ο καθένας από τον εαυτό του αλλά και από τι εννοεί ο καθένας με τη λέξη ‘πετυχημένος-σωστός’.
Σε γενικές γραμμές θα έλεγα αυτός που ‘διαβάζει’ την ιστορία της τέχνης, την ερευνά και καταλήγει σε συμπεράσματα
Μ. Αναστασάκος: Τι είναι πιο σημαντικό, η υπογραφή ή το έργο;
Δ. Κοντελετζίδου: Το έργο.
Μ. Αναστασάκος: Γιατί το κράτος δεν έχει δώσει την απαραίτητη σημασία στους καλλιτέχνες αλλά παρόλα αυτά συντηρεί υπουργία πολιτισμού και ‘αυνανίζεται’ με τις ξένες επιτυχίες των Ελλήνων όταν κάνουν κάτι σημαντικό στο εξωτερικό;
Δ. Κοντελετζίδου: Γιατί το κράτος, το όποιο ελληνικό κράτος δε θεωρεί τους καλλιτέχνες ‘παραγωγική μονάδα’ αλλά παρασιτική και αντί να στηρίξει την παραγωγή του σύγχρονου πολιτισμού  με ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις ώστε να υπάρξει εξέλιξη μετατρέπει, παραδείγματος χάρη, τα μουσεία σε Δ.Ε.Κ.Ο. γεγονός που θα έπρεπε να έχει ξεσηκώσει ‘θύελλες’.
Προσωπικά, έχω βαρεθεί να ακούω πόσο ο πολιτισμός μας είναι το ‘εξαγώγιμο’ κεφάλαιο και να διαπιστώνω στη συνέχεια ευκαιριακές προσεγγίσεις.
Μ. Αναστασάκος: Ποιος είναι αυτός που ορίζει ένα έργο ως σημαντικό;
Δ. Κοντελετζίδου: Θα έλεγα ότι είναι αρκετοί παράμετροι και όχι απαραίτητα άνθρωποι.
Βέβαια, στην εποχή μας πολλοί καλλιτέχνες πιστεύουν ότι όσο πιο πολύ ακούγεται το όνομα τους τόσο σημαντικότερο γίνεται το έργο τους αλλά και πάλι, όπως λέω συχνά, η ιστορία θα δείξει…

Ο Μανώλης Αναστασάκος είναι καλλιτέχνης