Με αφορμή την παρουσίαση της περφόρμανς “Εις το όνομα” της Λήδας Παπακωνσταντίνου, στο πλαίσιο της τιμώμενης καλλιτέχνιδος στη 1η Μπιεννάλε της Θεσσαλονίκης και την αναφορά της σε γεωγραφικούς τόπους εξορισμένους από την αναφορά μας, όπως είναι τα κοιμητήρια των αλλοεθνών και των μη ορθοδόξων, οι γειτονιές των μεταναστών, με αφορμή το “ταξείδι” σε άλλους τόπους φορτισμένους αλλά και συχγρόνως ξεχασμένους επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε την διαδρομή , αλλά και τις αιτίες που την οδήγησαν να εκφραστεί μέσα από την περφόρμανς.
Η Λήδα Παπακωνσταντίνου, καλλιτέχνης η οποία από τη δεκαετία του ’60 πειραματίζεται, βιώνει το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής της και δρα με αμεσότητα στις επιλογές της, είτε αυτές είναι υλικά, δράσεις, περφόρμανς, βίντεο, εγκαταστάσεις.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της καλλιτέχνιδας είναι η χρήση πολλαπλών υλικών που διαπιστώνεται στο έργο της, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως συχνά συναντάμε, αδυναμία επικέντρωσης σε ένα άξονα που μόνο αυτός δύναται να υλοποιήσει την ιδέα του καλλιτέχνη, η Λήδα Παπακωνσταντίνου δηλώνει ότι ενώ ξεκινάει από το υλικό για να πραγματώσει την ιδέα, συγχρόνως δηλώνει και μια ασέβεια προς αυτό, αφού δεν το εξαντλεί, γιατί στην ουσία δεν είναι αυτό που την ενδιαφέρει.
Τον ενδιαφέρον της επικεντρώνεται στο πως το υλικό εξυπηρετεί την δουλειά της, το έργο.
Με άλλα λόγια το υλικό αποτελεί το μέσον.
Υλικά τα οποία είναι ιδιαίτερα ορατά, σε όλη τη πορεία της δουλειά της, η πάλη των αντιθέσεων, οι διαγώνιοι άξονες, τα στατικά με τα κινούμενα σχήματα, το αρσενικό με το θηλυκό, ο έρωτας με το θάνατο είναι οι βασικές σταθερές της.
Απόλυτα παρούσα στο χρόνο τον οποίο ζει, δηλαδή ένα κοινωνικό και πολιτικό ον, χωρίς να είναι διόλου χωροταξικά ελεγχόμενη, δηλώνει ότι αυτό που πάντα την ενδιέφερε, ως προσλαμβάνουσα και πομπός συγχρόνως, ήταν η συνομιλία της στο τι συμβαίνει διεθνώς, ένας χώρος ζωτικός και πολύτιμος, από τον οποίο προσλαμβάνει το έργο της.
Παράλληλα βέβαια υπάρχει και ο χώρος της ιστορίας της τέχνης, ένα στοιχείο στο οποίο συχνά κάνει αναφορές, είτε μέσα από την Ολυμπία και το πρόγεύμα στη χλόη, του Μανέ, με την περφόρμανς το 1982, είτε μέσα από τις λογοτεχνικές αναφορές στον θεατρικό αυτό συγγραφέα Jean Genet, ο οποίος με τη χρήση του κυκλικού χρόνου, καταργεί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Η ίδια χαρακτηρίζει τον εαυτό της ως ένα multi discipline artists η οποία δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τις περφόρμανς, μέσα από μια γεωγραφική θέση στον παγκόσμιο ορίζοντα, ορίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την πολιτική και κοινωνική της ταυτότητα.
Παραδείγματος χάρη η κατάργηση της ταυτότητας και ο προβληματισμός μας για αυτή, ήταν πολύ ισχυρός, όπως διαπιστώσαμε στη δεκαετία του ’60, όπου ήταν μια εποχή με πολλές κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές.
Η Λήδα ανατρέχοντας στην ιστορική της μνήμη δηλώνει, αφενός ότι μόνο σ’ εκείνη τη νιότη θα μπορούσε να την εκδηλώσει μ’ αυτόν τον τρόπο, αφετέρου για την καλλιτέχνιδα ήταν μια εισαγωγή για το τι συμβαίνει στο σήμερα.
Αφού βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή όπου μιλάμε αναλυτικά για την παγκοσμιοποίηση ή ακόμα για τις μητροπόλεις και τη περιφέρεια στο χώρο της τέχνης. Γεγονός που τελικά η καλλιτέχνης το είχε συνειδητά ή ασυνείδητα βιώσει.
Η επιλογή της τελικά να χρησιμοποιήσει την περφόρμανς ως γλώσσα, μας υπογραμμίζει η ίδια, «βασίζεται αφενός στο προφανές που είναι η ίδια η δεκαετία του’60, όπου είναι η περίοδος που γίνεται μια μεγάλη επανάσταση στη σκέψη, περίοδος όπου τελειώνει η βιομηχανική επανάσταση, το οικονομικό σύστημα γίνεται ασφυκτικό και οι ενταγμένοι καλλιτέχνες αντιδρούν είτε μέσα από την περφόρμανς, είτε μέσα από την εννοιολογική τέχνη.
Μ’ αυτόν τον τρόπο στοχεύετε το εμπόριο της τέχνης αφού αφενός οι περφόρμανς λαμβάνουν μέρος σε εναλλακτικούς, μη εμπορικούς χώρους και αφετέρου η ίδια η εννοιολογική τέχνη αρνείται κάθε εμπορικότητα του αντικειμένου, υπογραμμίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, την διαδικασία της ιδέας.
Συγχρόνως υπάρχει και η προσωπική της σχέση με το κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι, γιατί μετά την ανύπαρκτη εικαστική παράδοση της Ελλάδας, -ας σημειώσουμε ότι εκείνη την πρερίδο δεν υπήρχε ακόμα η Εθνική Πινακοθήκη, οι γκαλερί ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, με μοναδική εξαίρεση βέβαια την Μπιενάλε Γλυπτικής στο λόφο του Φιλοπάππου, που είχε οργανώσει ο Σπητέρης και που κυριολεκτικά κάτι παρόμοιο δεν έχει επαναληφθεί, αν σκεφτούμε ότι ο λόφος ήταν γεμάτος με γλυπτά του Πικάσο, Νταλί, Κάλντερ, Ντυμπυφέτ…, -φτάνοντας λοιπόν στην Αγγλία η περφόρμανς δίνει στην καλλιτέχνιδα τη δυνατότητα να λειτουργήσει ισότιμα με όλους τους άλλους.
Είναι μια γλώσσα παρθένα, σημειώνει η ίδια, μ’ ένα εννοιολογικό και κοινωνικό υπόβαθρο, χωρίς κανόνες όπου αυτό ακριβώς την απελευθερώνει και την κάνει να αισθάνεται ακόμα μέχρι σήμερα ότι ανήκει στη διεθνή σκηνή.
Με την επιστροφή της στην Ελλάδα το 1971, η Λήδα Παπακωνσταντίνου παρουσιάζει για πρώτη φορά το έργο της στην γκαλερί Ώρα το 1974, της οποίας τη διεύθυνση είχε ο Μπαχαριάν, όπου και παρουσιάζει ένα multi media περιβάλλον, -ήδη αυτή τη περίοδο η καλλιτέχνης δουλεύει το super 8 και 17 φιλμ.
Έκτοτε δουλεύει με συνέπεια, συνεχίζει να πειραματίζεται είτε με το super 8, είτε με ζωγραφικές εγκαταστάσεις, με την ψηφιακή εικόνα, το βίντεο, είτε με διάφορα εύθραυστα υλικά τα οποία δηλώνουν ότι η Λήδα Παπακωνσταντίνου είναι μια καλλιτέχνης, η οποία δεν διστάζει να τολμήσει να εκθέσει και να εκτεθεί με μια μοναδική συνέπεια απέναντι σε όλων των ειδών τα ερεθίσματα που την περιβάλλουν.
13 Νοε 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου