Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με τη Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…
Λίνα Μπέμπη: Αναρωτιέμαι τι οδηγεί μία ιστορικό
τέχνης να αντιστρέψει τους ρόλους και να υποβληθεί σε ερωτήσεις από τους
καλλιτέχνες; Πρόκειται απλά για μια προσωπική ιδιαιτερότητα ή
εντάσσεται σε μια γενικότερη θεώρηση του πλαισίου της μεταξύ μας
συνεργασίας;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Η αντιστροφή των ρόλων
προκλήθηκε αφενός από τη διαπίστωση ότι τα κριτικά και εισαγωγικά
σημειώματα που έχω γράψει κατά καιρούς -εδώ και είκοσι οκτώ χρόνια- δεν
λειτούργησαν παρά επαγγελματικά και διόλου ως αφετηρία κάποιου διαλόγου
αφετέρου, γνωρίζοντας ότι ο καθένας από εσάς μεταφέρει, εκτός του
καλλιτεχνικού έργου και μια γνώση ή άποψη, θέλησα να μας ‘καθρεφτίσω’
ώστε να προκύψει ένας εποικοδομητικός, αμφίδρομος, διάλογος ο οποίος,
δυνητικά, θα εξελιχτεί σε σκέψεις, ιδέες, σχέσεις εκτός στερεοτύπων:
καλλιτέχνης-έργο, ιστορικός τέχνης-γραπτός θεωρητικός λόγος. Πίστευα και
πιστεύω ότι ενώ κάποια χρονική στιγμή τα δύο υποκείμενα,
(καλλιτέχνης-ιστορικός) συνεργάζονται, ταυτίζονται με το πέρας της
συνεργασίας -παρά το γεγονός ότι σε μεταξύ μας συζητήσεις σχολιάζουμε,
ανησυχούμε ή επισημαίνουμε κοινούς προβληματισμούς, κοινές ανησυχίες-
επέρχεται μια ‘μοναξιά’ την οποία αδυνατώ να εξηγήσω. Γι’ αυτό και
θέλησα να υπερβώ το στερεότυπο, να εκτεθώ, να εκτεθούμε μέσα από τον
αντίστροφο διάλογο ο οποίος καθρεπτίζει και τους δύο συνομιλητές!
Λ. Μπέμπη: Τα τελευταία χρόνια
διαφαίνεται μια σαφής μετατόπιση του κέντρου βάρους από τον δημιουργό
προς τον επιμελητή, όσον αφορά τις συνθήκες που κυριαρχούν στην προβολή
αλλά και στην διακίνηση των έργων τέχνης. Πολλές φορές μάλιστα αυτό
γίνεται παράλληλα με την ίδια τη δημιουργία του έργου, δηλαδή ο
καλλιτέχνης καλείται να παράγει το έργο του με αφορμή και μέσα στο
πλαίσιο που τίθεται εκ των προτέρων από τον επιμελητή. Θεωρείς ότι αυτό
μπορεί να επηρεάσει την ελευθερία της δημιουργικής διαδικασίας και
δυνητικά να επέμβει στο ίδιο το έργο;
Δ. Κοντελετζίδου: Πιστεύω ότι είναι λάθος. Ο
επιμελητής μπορεί να λειτουργήσει βάση του συνολικού έργου του κάθε
καλλιτέχνη ώστε να ορίσει ένα θεωρητικό, ερευνητικό άξονα τον οποίο και
θα υποστηρίξει διαμέσου του κειμένου, το αντίστροφο είναι ματαιόδοξο. Η
δημιουργική διαδικασία ισχύει και για τους δύο αλλά αυτό προϋποθέτει,
από τον επιμελητή οξυδέρκεια, παρατήρηση, ιστορική ανάγνωση. Η επιμέλεια
έχει καταντήσει -κατά το πλείστον- ένα copie-paste με το οποίο ο
επιμελητής επιδεικνύει τον εαυτό του εις βάρος του έργου και της
διαδικασίας.
Λ. Μπέμπη: Πιστεύεις ότι υπάρχει
σήμερα πρωτοπορία στην τέχνη; Και αν ναι, πως ορίζεται και πως αυτή
εκφράζεται απέναντι στην κυριαρχία της αγοράς τέχνης;
Δ. Κοντελετζίδου: Πρωτοπορία με την έννοια της
αναζήτησης νέων μορφών τέχνης, στο σύγχρονο σήμερα, δεν υπάρχει. Ίσως
βέβαια η ιστορική απόσταση να αναδείξει ότι υπήρχε. Παρόλα αυτά εάν
καταγράψουμε, χωρίς φιλολογισμούς, την πρόθεση και το αποτέλεσμα, την
ιδέα, τη διαδικασία και το αποτέλεσμα παρατηρούμε ότι στα ‘συμπτώματα’,
αυτά ‘κυριαρχεί’ το μέσο κι’ ένα είδος αφήγησης που εγκλωβίζει την
αναζήτηση. Νομίζω ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου το προσωπικό στην
τέχνη προηγείται της έννοιας εξορισμού λοιπόν η αγορά της τέχνης μπορεί
να ‘απορροφήσει’ ευκολότερα την όποια ‘πρωτοπορία’ αλλά και το αντίθετο.
Λ. Μπέμπη: Στις μέρες υπάρχει ένα
πρωτοφανές «άπλωμα» της τέχνης, τόσο ως προς την επικοινωνία, την
ευκολία και την πρόσβαση στα διάφορα μέσα παραγωγής καλλιτεχνικού έργου
όσο και στην «οικειοποίηση» της καλλιτεχνικής ιδιότητας. Αυτό μπορεί να
αλλάξει ιστορικά τον ορισμό του τι θεωρείται τέχνη;
Δ. Κοντελετζίδου: Ναι, το θέτεις κομψά, αλλά νομίζω
ότι η ερώτηση τι θεωρείται τέχνη δεν απαντάται εύκολα. Σίγουρα δεν
θεωρείται τέχνη το διακοσμητικό, το ευφάνταστο. Θα δανειστώ μια φράση
της Ναυσικάς Πάστρα η οποία έλεγε «τι ορισμό να της δώσουμε, δεν ξέρουμε
τι είναι», είναι η πνευματικότητα; είναι η υλοποίηση της ιδέας; Το
σίγουρο είναι ότι τέχνη δεν είναι το ευκαιριακό, καταναλωτικό
αντικείμενο ή ακόμα το επαναδιατυπωμένο. Δες το και ιστορικά: τα
διαχρονικά έργα παραμένουν ‘επίκαιρα’ προς μελέτη, έρευνα και
επανερμηνεία, τα άλλα, απλά η Ιστορία τα λησμόνησε, δε τα θεώρησε άξια
λόγου…
Η Λϊνα Μπέμπη είναι εικαστικός
21 Νοε 2013
19 Οκτ 2013
Οι άνθρωποι της τέχνης συζητούν/ Η Φωτεινή Καριωτάκη συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου
Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με την δρ. Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…
Φωτεινή Καριωτάκη: Υπάρχει παγκοσμίως μια τάση – σχεδόν υπό μορφή μόδας – να διοργανώνονται εκθέσεις με βασικό κριτίριο επιλογής έργων τον κονωνικοπολιτικό τους χαρακτήρα. Κατά την άποψή σου πως ορίζεται ένα έργο ως ‘πολιτικό έργο’;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Αρχικά θα συμφωνήσω απόλυτα με τη διαπίστωσή σου περί ‘μόδας’, είναι ένα θέμα που με απασχολεί και εμένα, μάλιστα είχα επιχειρήσει να το προσεγγίσω με την έκθεση 1000+1 Πράξ(ε)ις το 2009, στο πλαίσιο της 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Εάν εξαιρέσουμε τη λεγόμενη στρατευμένη τέχνη που έχει ξεκάθαρο ‘πλαίσιο’ για μένα κάθε έργο είναι πολιτικό από τη στιγμή που ο καθένας από εμάς -ο κάθε πολίτης- συμμετέχει στην πόλη, στα κοινά, ‘ποιεί’ και ‘πράττει’ διαμέσου της ένταξής του στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, διαμέσου των πράξεων αυτών που εμπεριέχουν την αντι-πράξη έστω και εάν έχει τεθεί εκτός πεδίου ότι άπτεται του ηθικού, του πολιτικού στοχασμού προς όφελος του εφήμερου και του ανούσιου, γιατί κάθε πράξη αποτελεί μέρος κάποια συγκεκριμένης κοινωνικής πράξης.
Φ.Κ.: Πως φαντάζεσαι το ‘ιδανικό μουσείο’;
Δ.Κ.: Το φαντάζομαι να κινούμαι μέσα σε αυτό χωρίς να το επισκέπτομαι…
Φ.Κ.: Πως θα συμβούλευες έναν νέο καλλιτέχνη που ξεκινάει την καριέρα του γεμάτος προσδοκίες; Ποια θα ήταν εκείνα που θα του επεσήμανες πρώτα για το καλό του;
Δ.Κ.: Θα τον συμβούλευα να ‘εμπιστευθεί’, αρχικά, τη δουλειά του, να μη λειτουργήσει σπασμωδικά, να συμμετέχει σε κοινές δράσεις, σε ομάδες, να είναι αυστηρός και κριτικός με τις συμμετοχές του και κυρίως να δουλεύει, να ερευνά, να αναζητά…
Φ.Κ.: Γιατί στα παντός είδους πολιτιστικά δρώμενα ή εκδηλώσεις οι θεατές είναι τουλάχιστον κατά 80% γυναίκες;
Δ.Κ.: Γιατί οι άντρες φοβούνται να αποκαλύψουν την κρυμμένη τους ευαισθησία; Γιατί οι άντρες διαπαιδαγωγούνται με στόχο την εργασία και μόνο αυτή;
Φ.Κ.: Πιστεύεις ότι η φούσκα έσκασε ή ακόμη φουσκώνει;
Δ.Κ.: Θέλω να πιστεύω ότι έσκασε, απεύχομαι οτιδήποτε άλλο γιατί θα είναι ακόμα χειρότερο.
Η Φωτεινή Καριωτάκη είναι καλλιτέχνης.
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης.
Φωτεινή Καριωτάκη: Υπάρχει παγκοσμίως μια τάση – σχεδόν υπό μορφή μόδας – να διοργανώνονται εκθέσεις με βασικό κριτίριο επιλογής έργων τον κονωνικοπολιτικό τους χαρακτήρα. Κατά την άποψή σου πως ορίζεται ένα έργο ως ‘πολιτικό έργο’;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Αρχικά θα συμφωνήσω απόλυτα με τη διαπίστωσή σου περί ‘μόδας’, είναι ένα θέμα που με απασχολεί και εμένα, μάλιστα είχα επιχειρήσει να το προσεγγίσω με την έκθεση 1000+1 Πράξ(ε)ις το 2009, στο πλαίσιο της 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Εάν εξαιρέσουμε τη λεγόμενη στρατευμένη τέχνη που έχει ξεκάθαρο ‘πλαίσιο’ για μένα κάθε έργο είναι πολιτικό από τη στιγμή που ο καθένας από εμάς -ο κάθε πολίτης- συμμετέχει στην πόλη, στα κοινά, ‘ποιεί’ και ‘πράττει’ διαμέσου της ένταξής του στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, διαμέσου των πράξεων αυτών που εμπεριέχουν την αντι-πράξη έστω και εάν έχει τεθεί εκτός πεδίου ότι άπτεται του ηθικού, του πολιτικού στοχασμού προς όφελος του εφήμερου και του ανούσιου, γιατί κάθε πράξη αποτελεί μέρος κάποια συγκεκριμένης κοινωνικής πράξης.
Φ.Κ.: Πως φαντάζεσαι το ‘ιδανικό μουσείο’;
Δ.Κ.: Το φαντάζομαι να κινούμαι μέσα σε αυτό χωρίς να το επισκέπτομαι…
Φ.Κ.: Πως θα συμβούλευες έναν νέο καλλιτέχνη που ξεκινάει την καριέρα του γεμάτος προσδοκίες; Ποια θα ήταν εκείνα που θα του επεσήμανες πρώτα για το καλό του;
Δ.Κ.: Θα τον συμβούλευα να ‘εμπιστευθεί’, αρχικά, τη δουλειά του, να μη λειτουργήσει σπασμωδικά, να συμμετέχει σε κοινές δράσεις, σε ομάδες, να είναι αυστηρός και κριτικός με τις συμμετοχές του και κυρίως να δουλεύει, να ερευνά, να αναζητά…
Φ.Κ.: Γιατί στα παντός είδους πολιτιστικά δρώμενα ή εκδηλώσεις οι θεατές είναι τουλάχιστον κατά 80% γυναίκες;
Δ.Κ.: Γιατί οι άντρες φοβούνται να αποκαλύψουν την κρυμμένη τους ευαισθησία; Γιατί οι άντρες διαπαιδαγωγούνται με στόχο την εργασία και μόνο αυτή;
Φ.Κ.: Πιστεύεις ότι η φούσκα έσκασε ή ακόμη φουσκώνει;
Δ.Κ.: Θέλω να πιστεύω ότι έσκασε, απεύχομαι οτιδήποτε άλλο γιατί θα είναι ακόμα χειρότερο.
Η Φωτεινή Καριωτάκη είναι καλλιτέχνης.
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης.
13 Οκτ 2013
Οι άνθρωποι της τέχνης συζητούν/ Η Ευανθία Τσαντίλα συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου
Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με την δρ. Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…
Ευανθία Τσαντίλα: Ποια είναι η κατάσταση της κριτικής σκέψης και της δημόσιας συζήτησης για τις εικαστικές τέχνες, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Έχω την εντύπωση ότι η κριτική σκέψη ‘σιωπά’, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων οι οποίοι αναπτύσσουν, ανέπτυσσαν κριτική σκέψη, οι περισσότεροι περιορίζονται σε παρουσιάσεις χωρίς να παίρνουν απαραίτητα θέση με μια μία επιχειρηματολογία που θα βασισθεί στην ερμηνεία και ανάπτυξη του θεωρητικού λόγου και σκέψης. Το ενδιαφέρον είναι να αναζητήσουμε το γιατί;
Προσωπικά, πιστεύω ότι οφείλεται αφενός στο γεγονός μιας ‘κατανάλωσης’ εκθέσεων, έργων οι οποίες έχουν ως μοναδικό στόχο την προβολή του έργου, της καλλιτεχνικής εργασίας του καλλιτέχνη ίσως και του θεωρητικού κειμένου χωρίς όμως να αναπτύσσεται μια εφαρμοσμένη προσέγγιση σε σχέση με την σύγχρονη τέχνη, αφετέρου τα συνέδρια, οι ημερίδες, τα συμπόσια, κατά το πλείστον, περιορίζονται, στις παρουσιάσεις-ενημερώσεις χωρίς και πάλι να αναπτύσσεται αυτό που ονομάζω έρευνα.
Η έρευνα, θα έλεγα, είναι μια άγνωστη λέξη για τον τομέα των τεχνών. Βέβαια δεν υπάρχει ακόμα και η ιστορική απόσταση από το ‘τώρα’ αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητη συνθήκη.
Ε. Τσ: Τις τελευταίες δεκαετίες, το διεθνές σύστημα της τέχνης βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην εκτίμηση του έργου με βάση την αγοραστική του αξία. Πως μπορούν σήμερα οι κριτικοί να συνεισφέρουν στην προσπάθεια για την επαναφορά στις αξίες του καλλιτεχνικού αντικειμένου;
Δ. Κ.: Η προσέγγιση αυτή είναι ένα ολόκληρο σύστημα που δημιουργήθηκε από τη νεο-φιλελεύθερη αγορά αλλά και από αυτούς που προώθησαν το ‘ότι πουλάει, ότι εκτίθεται είναι καλό’, χωρίς ουσιαστικά να ‘βλέπουμε’ το παραχθέν καλλιτεχνικό αντικείμενο, τη διαδικασία, την ιδέα, την ιστορία της τέχνης. Κάτι παρόμοιο είχα συμβεί και τη δεκαετία του 1960 αλλά η διαφορά είναι ότι παράχθηκε κριτική σκέψη και από τους καλλιτέχνες και από τους κριτικούς και θεωρητικούς της τέχνης ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο ρεύμα που αφορούσε, αυστηρά, στο καλλιτεχνικό αντικείμενο, στο υλικό και στην κριτική μιας καταναλωτικής κοινωνίας. Στην Ελλάδα είμαστε ακόμα εγκλωβισμένοι σ’ αυτό το σύστημα αλλά παρόλα αυτά, διεθνώς, φαίνεται κάτι να αλλάζει αν λάβουμε υπόψη μελέτες αλλά και τις καλλιτεχνικές εργασίες που δείχνουν να υπάρχει το φυτώριο της αναζήτησης, της ανατροπής.
Ε. Τσ: Ποιες είναι οι προοπτικές στον ελληνικό χώρο, τώρα που η κρίση δυσκολεύει τους κρατικούς φορείς να υποστηρίξουν την καλλιτεχνική δημιουργία και μειώνει τις δυνατότητες μιας πιο ισορροπημένης σχέσης με τις δραστηριότητες των ιδιωτικών φορέων;
Δ. Κ. Πραγματικά δεν ξέρω. Οφείλουμε να αναζητήσουμε την υποστήριξη ενός ευρύτερου κοινού που όμως δεν υπάρχει. Οφείλουμε να κινητοποιήσουμε μηχανισμούς της ιδιωτικής πρωτοβουλίας με χορηγίες, ο νόμος υπάρχει, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η καλλιτεχνική παραγωγή είναι αναπόσπαστο τμήμα των μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν και όχι μια αφηρημένη έννοια ώστε να προστατευθεί και η τέχνη, αλλά νομίζω ότι όλα αυτά αφορούν ένα ειδικό κοινό το οποίο και δεν εισακούεται ή δεν του ζητάτε η γνώμη.
Ε. Τσ.: Σ’ αυτή την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία οι καλλιτέχνες έρχονται αντιμέτωποι με ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα και χρειάζεται να καταβάλουν ακόμη μεγαλύτερες προσπάθειες για την συνέχιση του καλλιτεχνικού τους έργου, καθώς ο Πολιτισμός μαζί με την Παιδεία και την Υγεία είναι από τους πρώτους τομείς που υποφέρουν. Ωστόσο, η έλλειψη αναγνώρισης της κοινωνικής προσφοράς του καλλιτέχνη και η άνιση αντιμετώπισή του στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προϋπήρχε της κρίσης (π.χ. η ανυπαρξία θεσμικού πλαισίου οικονομικής ανταμοιβής για την εργασία και των καλλιτεχνών στις κρατικές διοργανώσεις). Πως μπορεί στην παρούσα κατάσταση ο κόσμος που πλαισιώνει την καλλιτεχνική δημιουργία (κριτικοί, επιμελητές, κρατικοί πολιτιστικοί φορείς κλπ), να υποστηρίξει μία άλλη κουλτούρα που θα εκτιμά περισσότερο το καλλιτεχνικό έργο και θα ενισχύει έμπρακτα την καλλιτεχνική παραγωγή;
Δ. Κ.: Συμφωνώ απόλυτα με τη διαπίστωση. Για μένα είναι θέμα παιδείας και συνειδητοποίησης ότι η καλλιτεχνική παραγωγή είναι ένα πνευματικό ‘προϊόν’ το οποίο δεν μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε ευκαιριακά με στόχο την όποια έκθεση και προβολή του χώρου που το προωθεί. Ξέρετε έχω αρνηθεί συνεργασίες με γκαλερί οι οποίες το μόνο που επιθυμούσαν ήταν να ‘στελεχώσουν’ το εκθεσιακό τους πρόγραμμα εις βάρος του καλλιτέχνη και του έργου του, είμαι θέση αντίθετη στις δωρεές καλλιτεχνών σε μουσεία, αν και στην Ελλάδα έχει γίνει ‘θεσμός’, γιατί ενώ ‘στήνονται’ συλλογές με τα έργα των καλλιτεχνών, με τη συναίνεση βέβαια και του καλλιτέχνη για ευνόητους λόγους, η όλη διαχείριση αποδεικνύει ότι και ο καλλιτέχνης και το καλλιτεχνικό έργο χρησιμοποιούνται από τους πολιτιστικούς φορείς για να προωθήσουν το δικό τους έργο…, άρα για ποια κουλτούρα μιλάμε; Για να μιλήσουμε και τη γλώσσα της αγοράς: τα ‘κέρδη’ οφείλουν να είναι ισομερώς διανεμημένα, αυτό προϋποθέτει αντίσταση εκ μέρους των καλλιτεχνών και το σεβασμό εκ μέρους των φορέων αλλά και των ιστορικών τέχνης, επιμελητών κ.τ.λ. στην καλλιτεχνική εργασία.
Ευανθία Τσαντίλα: Ποια είναι η κατάσταση της κριτικής σκέψης και της δημόσιας συζήτησης για τις εικαστικές τέχνες, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Έχω την εντύπωση ότι η κριτική σκέψη ‘σιωπά’, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων οι οποίοι αναπτύσσουν, ανέπτυσσαν κριτική σκέψη, οι περισσότεροι περιορίζονται σε παρουσιάσεις χωρίς να παίρνουν απαραίτητα θέση με μια μία επιχειρηματολογία που θα βασισθεί στην ερμηνεία και ανάπτυξη του θεωρητικού λόγου και σκέψης. Το ενδιαφέρον είναι να αναζητήσουμε το γιατί;
Προσωπικά, πιστεύω ότι οφείλεται αφενός στο γεγονός μιας ‘κατανάλωσης’ εκθέσεων, έργων οι οποίες έχουν ως μοναδικό στόχο την προβολή του έργου, της καλλιτεχνικής εργασίας του καλλιτέχνη ίσως και του θεωρητικού κειμένου χωρίς όμως να αναπτύσσεται μια εφαρμοσμένη προσέγγιση σε σχέση με την σύγχρονη τέχνη, αφετέρου τα συνέδρια, οι ημερίδες, τα συμπόσια, κατά το πλείστον, περιορίζονται, στις παρουσιάσεις-ενημερώσεις χωρίς και πάλι να αναπτύσσεται αυτό που ονομάζω έρευνα.
Η έρευνα, θα έλεγα, είναι μια άγνωστη λέξη για τον τομέα των τεχνών. Βέβαια δεν υπάρχει ακόμα και η ιστορική απόσταση από το ‘τώρα’ αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητη συνθήκη.
Ε. Τσ: Τις τελευταίες δεκαετίες, το διεθνές σύστημα της τέχνης βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην εκτίμηση του έργου με βάση την αγοραστική του αξία. Πως μπορούν σήμερα οι κριτικοί να συνεισφέρουν στην προσπάθεια για την επαναφορά στις αξίες του καλλιτεχνικού αντικειμένου;
Δ. Κ.: Η προσέγγιση αυτή είναι ένα ολόκληρο σύστημα που δημιουργήθηκε από τη νεο-φιλελεύθερη αγορά αλλά και από αυτούς που προώθησαν το ‘ότι πουλάει, ότι εκτίθεται είναι καλό’, χωρίς ουσιαστικά να ‘βλέπουμε’ το παραχθέν καλλιτεχνικό αντικείμενο, τη διαδικασία, την ιδέα, την ιστορία της τέχνης. Κάτι παρόμοιο είχα συμβεί και τη δεκαετία του 1960 αλλά η διαφορά είναι ότι παράχθηκε κριτική σκέψη και από τους καλλιτέχνες και από τους κριτικούς και θεωρητικούς της τέχνης ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο ρεύμα που αφορούσε, αυστηρά, στο καλλιτεχνικό αντικείμενο, στο υλικό και στην κριτική μιας καταναλωτικής κοινωνίας. Στην Ελλάδα είμαστε ακόμα εγκλωβισμένοι σ’ αυτό το σύστημα αλλά παρόλα αυτά, διεθνώς, φαίνεται κάτι να αλλάζει αν λάβουμε υπόψη μελέτες αλλά και τις καλλιτεχνικές εργασίες που δείχνουν να υπάρχει το φυτώριο της αναζήτησης, της ανατροπής.
Ε. Τσ: Ποιες είναι οι προοπτικές στον ελληνικό χώρο, τώρα που η κρίση δυσκολεύει τους κρατικούς φορείς να υποστηρίξουν την καλλιτεχνική δημιουργία και μειώνει τις δυνατότητες μιας πιο ισορροπημένης σχέσης με τις δραστηριότητες των ιδιωτικών φορέων;
Δ. Κ. Πραγματικά δεν ξέρω. Οφείλουμε να αναζητήσουμε την υποστήριξη ενός ευρύτερου κοινού που όμως δεν υπάρχει. Οφείλουμε να κινητοποιήσουμε μηχανισμούς της ιδιωτικής πρωτοβουλίας με χορηγίες, ο νόμος υπάρχει, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η καλλιτεχνική παραγωγή είναι αναπόσπαστο τμήμα των μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν και όχι μια αφηρημένη έννοια ώστε να προστατευθεί και η τέχνη, αλλά νομίζω ότι όλα αυτά αφορούν ένα ειδικό κοινό το οποίο και δεν εισακούεται ή δεν του ζητάτε η γνώμη.
Ε. Τσ.: Σ’ αυτή την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία οι καλλιτέχνες έρχονται αντιμέτωποι με ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα και χρειάζεται να καταβάλουν ακόμη μεγαλύτερες προσπάθειες για την συνέχιση του καλλιτεχνικού τους έργου, καθώς ο Πολιτισμός μαζί με την Παιδεία και την Υγεία είναι από τους πρώτους τομείς που υποφέρουν. Ωστόσο, η έλλειψη αναγνώρισης της κοινωνικής προσφοράς του καλλιτέχνη και η άνιση αντιμετώπισή του στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προϋπήρχε της κρίσης (π.χ. η ανυπαρξία θεσμικού πλαισίου οικονομικής ανταμοιβής για την εργασία και των καλλιτεχνών στις κρατικές διοργανώσεις). Πως μπορεί στην παρούσα κατάσταση ο κόσμος που πλαισιώνει την καλλιτεχνική δημιουργία (κριτικοί, επιμελητές, κρατικοί πολιτιστικοί φορείς κλπ), να υποστηρίξει μία άλλη κουλτούρα που θα εκτιμά περισσότερο το καλλιτεχνικό έργο και θα ενισχύει έμπρακτα την καλλιτεχνική παραγωγή;
Δ. Κ.: Συμφωνώ απόλυτα με τη διαπίστωση. Για μένα είναι θέμα παιδείας και συνειδητοποίησης ότι η καλλιτεχνική παραγωγή είναι ένα πνευματικό ‘προϊόν’ το οποίο δεν μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε ευκαιριακά με στόχο την όποια έκθεση και προβολή του χώρου που το προωθεί. Ξέρετε έχω αρνηθεί συνεργασίες με γκαλερί οι οποίες το μόνο που επιθυμούσαν ήταν να ‘στελεχώσουν’ το εκθεσιακό τους πρόγραμμα εις βάρος του καλλιτέχνη και του έργου του, είμαι θέση αντίθετη στις δωρεές καλλιτεχνών σε μουσεία, αν και στην Ελλάδα έχει γίνει ‘θεσμός’, γιατί ενώ ‘στήνονται’ συλλογές με τα έργα των καλλιτεχνών, με τη συναίνεση βέβαια και του καλλιτέχνη για ευνόητους λόγους, η όλη διαχείριση αποδεικνύει ότι και ο καλλιτέχνης και το καλλιτεχνικό έργο χρησιμοποιούνται από τους πολιτιστικούς φορείς για να προωθήσουν το δικό τους έργο…, άρα για ποια κουλτούρα μιλάμε; Για να μιλήσουμε και τη γλώσσα της αγοράς: τα ‘κέρδη’ οφείλουν να είναι ισομερώς διανεμημένα, αυτό προϋποθέτει αντίσταση εκ μέρους των καλλιτεχνών και το σεβασμό εκ μέρους των φορέων αλλά και των ιστορικών τέχνης, επιμελητών κ.τ.λ. στην καλλιτεχνική εργασία.
14 Μαΐ 2013
Οι άνθρωποι της τέχνης συζητούν// Ο Βασίλης Σαλπιστής συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου
Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με την δρ. Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…
Βασίλης Σαλπιστής: Με βάση ποιους κεντρικούς θεματικούς άξονες πιστεύετε ότι θα γίνει η καταγραφή της τελευταίας εικοσαετίας στην ιστορία της Ελληνικής τέχνης;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Ως ιστορικός της τέχνης θα επικεντρωνόμουν αρχικά στη ταχύτητα μέσα από την οποία διαφοροποιείται η ιδέα και η μορφή, θα αναζητούσα το γιατί. Σε δεύτερο επίπεδο θα προσέγγιζα την τοπικότητα, τη γεωπολιτική δηλαδή αυτή η οποία ‘εγγράφει’ έναν καλλιτέχνη στην κοινωνική διανομή της τέχνης και εάν αυτή εξαντλείται ή όχι από τη στιγμή που θα διατυπωθεί. Σε τρίτο στάδιο θα μελετούσα τη σχέση της Ελληνικής τέχνης με τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση και τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες καλλιτέχνες ‘επιχείρησαν’, ‘αποπειράθηκαν’ να ‘συνομιλήσουν’ με αυτήν γιατί ουσιαστικά τίθεται το ερώτημα εάν η έκφραση είναι το παγκόσμιο;
Β. Σ.: Δεδομένης της κρίσης της ελληνικής αγοράς τέχνης και της ολοένα αυξανόμενης θεσμικής ένδειας, κατά ποιόν τρόπο πιστεύετε ότι πρέπει να τροποποιηθούν τα διδακτικά προγράμματα των σχολών καλών τεχνών ώστε να προετοιμάζουν τους φοιτητές τους για την αντιμετώπιση των νέων δεδομένων;
Δ. Κ.: Δε νομίζω ότι ο ρόλος των Σχολών Καλών Τεχνών είναι να προετοιμάζει τους φοιτητές για την αγορά της τέχνης, είτε αυτή ανθεί είτε όχι. Η εκπαίδευση οφείλει να εμπλουτίζεται από τα νέα δεδομένα που αφορούν στην τέχνη, στις τέχνες και στη θεωρία ώστε σε γνωστικό επίπεδο να παρέχονται όλοι αυτοί οι απαραίτητοι ‘σπόροι’ που εξασφαλίζουν την ανάπτυξη της σκέψης και της κρίσης.
Β. Σ.: Ποια είναι η γνώμη σας για την τροπή που λαμβάνει η πολύχρονη συζήτηση για την συγχώνευση του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης με το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης με την πρόταση του Νομοσχεδίου του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης;*
Δ. Κ.: Απ’ ότι διάβασα το σενάριο για νομοσχέδιο από το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης διαψεύσθηκε αλλά ναι, όντος εδώ και αρκετό καιρό συζητείτε η συγχώνευση των δύο Μουσείων, αν και τώρα προστέθηκε και το Μουσείο Φωτογραφίας. Επί θητείας του κου Γερουλάνου στο Υπουργείο Πολιτισμού, απ’ ότι γνωρίζω, οι συνομιλίες είχαν προχωρήσει αρκετά. Το θέμα έχει επαναπροκύψει.
Η κατάσταση είναι τραγική αλλά αυτό δε φαίνεται να απασχολεί το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού αφού δείχνει να χρονοτριβεί σε ότι αφορά στην επίλυση, με ουσιαστικό τρόπο, θεμάτων που αφορούν στα δύο από τα σημαντικότερα μουσεία της Ελλάδας. Ξέρετε, άκουγα πρόσφατα τον κ. Τζαβάρα να μιλάει για το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, του οποίου αναμένονται να ‘ανοίξουν οι πόρτες’ τον Μάρτιο του 2014, δε γνώριζε ότι πρόκειται για μουσείο σύγχρονης τέχνης, το ονόμασε μοντέρνας, μπορεί βέβαια αυτό να θεωρηθεί ψήγμα αλλά για μένα είναι ένδειξη του τρόπου διαχείρισης πολιτιστικών θεμάτων.
Η όποια σύμπλευση, συγχώνευση πιστεύω ότι μπορεί να αποτελέσει ένα δυναμικότερο πυρήνα αρκεί αυτή να επιτευχθεί μέσα από εποικοδομητικές συνομιλίες και συμφωνία των αρμόδιων φορέων με το Υπουργείο, ώστε να μην υπονομευθεί ούτε η Συλλογή Κωστάκη και το Κ.Μ.Σ.Τ. αλλά ούτε η συλλογή του Ιόλα του Μ.Μ.Σ.Τ. Τα δύο αυτά μουσεία, μέσα από τις εκθέσεις και τις δράσεις τους, θα έλεγα ότι αφενός αλληλοσυμπληρώνονται αφετέρου συμπίπτουν ως προς την προβολή της μοντέρνας αλλά και της σύγχρονης τέχνης. Όσο αφορά στο μουσείο Φωτογραφίας, αφενός πιστεύω ότι η φωτογραφία αποτελεί αναπόσπαστο μέσο της σύγχρονης τέχνης, αφετέρου και τα δύο προαναφερόμενα μουσεία οργανώνουν και προβάλουν εικαστικές εκθέσεις όπου το μέσο φωτογραφία και ‘η χρήση’ του αναδεικνύεται επαρκώς, θεωρώ ότι η ένταξη του σ’ ένα ‘Υπερμουσείο’ θα δημιουργήσει ένα πλήρη ‘ιστορικό άξονα’ της τέχνης. Το θέμα που προκύπτει για μένα είναι ο χώρος, η εγκατάστασή τους, η προβολή. Το εργοστάσιο ‘Υφανέτ’ μοιάζει, παρά τις υπογραφές, να είναι όνειρο θερινής νυκτός άρα μιλάμε για μια οικονομική συγχώνευση; Αυτό το θεωρώ καταστροφικό και για τα μουσεία και για την πόλη αλλά και για την διακίνηση και προβολή της τέχνης και της ιστορίας της τέχνης.
*η συζήτηση πραγματοποιήθηκε πριν τη συνέντευξη τύπου του αν. Υπουργού Πολιτισμού κ. Τζαβάρα στη Θεσσαλονίκη
Ο Βασίλης Σαλπιστής είναι καλλιτέχνης
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης
Βασίλης Σαλπιστής: Με βάση ποιους κεντρικούς θεματικούς άξονες πιστεύετε ότι θα γίνει η καταγραφή της τελευταίας εικοσαετίας στην ιστορία της Ελληνικής τέχνης;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Ως ιστορικός της τέχνης θα επικεντρωνόμουν αρχικά στη ταχύτητα μέσα από την οποία διαφοροποιείται η ιδέα και η μορφή, θα αναζητούσα το γιατί. Σε δεύτερο επίπεδο θα προσέγγιζα την τοπικότητα, τη γεωπολιτική δηλαδή αυτή η οποία ‘εγγράφει’ έναν καλλιτέχνη στην κοινωνική διανομή της τέχνης και εάν αυτή εξαντλείται ή όχι από τη στιγμή που θα διατυπωθεί. Σε τρίτο στάδιο θα μελετούσα τη σχέση της Ελληνικής τέχνης με τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση και τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες καλλιτέχνες ‘επιχείρησαν’, ‘αποπειράθηκαν’ να ‘συνομιλήσουν’ με αυτήν γιατί ουσιαστικά τίθεται το ερώτημα εάν η έκφραση είναι το παγκόσμιο;
Β. Σ.: Δεδομένης της κρίσης της ελληνικής αγοράς τέχνης και της ολοένα αυξανόμενης θεσμικής ένδειας, κατά ποιόν τρόπο πιστεύετε ότι πρέπει να τροποποιηθούν τα διδακτικά προγράμματα των σχολών καλών τεχνών ώστε να προετοιμάζουν τους φοιτητές τους για την αντιμετώπιση των νέων δεδομένων;
Δ. Κ.: Δε νομίζω ότι ο ρόλος των Σχολών Καλών Τεχνών είναι να προετοιμάζει τους φοιτητές για την αγορά της τέχνης, είτε αυτή ανθεί είτε όχι. Η εκπαίδευση οφείλει να εμπλουτίζεται από τα νέα δεδομένα που αφορούν στην τέχνη, στις τέχνες και στη θεωρία ώστε σε γνωστικό επίπεδο να παρέχονται όλοι αυτοί οι απαραίτητοι ‘σπόροι’ που εξασφαλίζουν την ανάπτυξη της σκέψης και της κρίσης.
Β. Σ.: Ποια είναι η γνώμη σας για την τροπή που λαμβάνει η πολύχρονη συζήτηση για την συγχώνευση του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης με το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης με την πρόταση του Νομοσχεδίου του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης;*
Δ. Κ.: Απ’ ότι διάβασα το σενάριο για νομοσχέδιο από το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης διαψεύσθηκε αλλά ναι, όντος εδώ και αρκετό καιρό συζητείτε η συγχώνευση των δύο Μουσείων, αν και τώρα προστέθηκε και το Μουσείο Φωτογραφίας. Επί θητείας του κου Γερουλάνου στο Υπουργείο Πολιτισμού, απ’ ότι γνωρίζω, οι συνομιλίες είχαν προχωρήσει αρκετά. Το θέμα έχει επαναπροκύψει.
Η κατάσταση είναι τραγική αλλά αυτό δε φαίνεται να απασχολεί το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού αφού δείχνει να χρονοτριβεί σε ότι αφορά στην επίλυση, με ουσιαστικό τρόπο, θεμάτων που αφορούν στα δύο από τα σημαντικότερα μουσεία της Ελλάδας. Ξέρετε, άκουγα πρόσφατα τον κ. Τζαβάρα να μιλάει για το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, του οποίου αναμένονται να ‘ανοίξουν οι πόρτες’ τον Μάρτιο του 2014, δε γνώριζε ότι πρόκειται για μουσείο σύγχρονης τέχνης, το ονόμασε μοντέρνας, μπορεί βέβαια αυτό να θεωρηθεί ψήγμα αλλά για μένα είναι ένδειξη του τρόπου διαχείρισης πολιτιστικών θεμάτων.
Η όποια σύμπλευση, συγχώνευση πιστεύω ότι μπορεί να αποτελέσει ένα δυναμικότερο πυρήνα αρκεί αυτή να επιτευχθεί μέσα από εποικοδομητικές συνομιλίες και συμφωνία των αρμόδιων φορέων με το Υπουργείο, ώστε να μην υπονομευθεί ούτε η Συλλογή Κωστάκη και το Κ.Μ.Σ.Τ. αλλά ούτε η συλλογή του Ιόλα του Μ.Μ.Σ.Τ. Τα δύο αυτά μουσεία, μέσα από τις εκθέσεις και τις δράσεις τους, θα έλεγα ότι αφενός αλληλοσυμπληρώνονται αφετέρου συμπίπτουν ως προς την προβολή της μοντέρνας αλλά και της σύγχρονης τέχνης. Όσο αφορά στο μουσείο Φωτογραφίας, αφενός πιστεύω ότι η φωτογραφία αποτελεί αναπόσπαστο μέσο της σύγχρονης τέχνης, αφετέρου και τα δύο προαναφερόμενα μουσεία οργανώνουν και προβάλουν εικαστικές εκθέσεις όπου το μέσο φωτογραφία και ‘η χρήση’ του αναδεικνύεται επαρκώς, θεωρώ ότι η ένταξη του σ’ ένα ‘Υπερμουσείο’ θα δημιουργήσει ένα πλήρη ‘ιστορικό άξονα’ της τέχνης. Το θέμα που προκύπτει για μένα είναι ο χώρος, η εγκατάστασή τους, η προβολή. Το εργοστάσιο ‘Υφανέτ’ μοιάζει, παρά τις υπογραφές, να είναι όνειρο θερινής νυκτός άρα μιλάμε για μια οικονομική συγχώνευση; Αυτό το θεωρώ καταστροφικό και για τα μουσεία και για την πόλη αλλά και για την διακίνηση και προβολή της τέχνης και της ιστορίας της τέχνης.
*η συζήτηση πραγματοποιήθηκε πριν τη συνέντευξη τύπου του αν. Υπουργού Πολιτισμού κ. Τζαβάρα στη Θεσσαλονίκη
Ο Βασίλης Σαλπιστής είναι καλλιτέχνης
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης
23 Απρ 2013
Οι άνθρωποι της τέχνης συζητούν/ Ο Δημήτρης Τσουμπλέκας συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου
Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με την Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…
Δημήτρης Τσουμπλέκας: Διάβασα, τις προάλλες, ένα άρθρο του καθηγητή Πανεπιστημίου κ. Θεόδωρου Λιανού που υποστήριζε την ανάγκη επαναφοράς της θανατικής καταδίκης, κάτι με το οποίο “πολλοί Έλληνες θα νιώσουν ανακούφιση και ίσως ευχαρίστηση”. H αλήθεια της τελευταίας φράσης ήταν το περιστασιακό κερασάκι σε ένα κολάζ τυχαίων εικόνων: εμφυλιοπολεμική νοσταλγία, δολοφονίες στους δρόμους, σταυροκοπήματα, καλάσνικοφ, δίκαια αιτήματα, ανοριακές συμπεριφορές, λιντσαρίσματα, ναζί. Απέναντι στο μείγμα ακραίας βίας και αυξανόμενης συντηρικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, πιστεύεις πως η τέχνη έχει καμιά τύχη; Τώρα; Εδώ; Η δυσθυμία μας -παραφράζοντας τον Αξελό- θα γίνει αγωνία, που να αποβλέπει στο οικουμενικό;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Ανακούφιση και ίσως ευχαρίστηση; Δε θα επιθυμούσα να ερμηνεύσω ή να επαναφέρω, επικοινωνιακά ούτε έστω λεκτικά, παρόμοιες δηλώσεις οι οποίες ‘χρωματίζουν’ νοσηρά συναισθήματα. Είναι βέβαιο, και εν γνώσει των πολιτικών κομμάτων μάλιστα, ότι μέσα από μια επικίνδυνη ρητορική πολιτική οδηγούμαστε σ’ ένα διχασμό, οι μεν και οι δε, ‘οι πατριώτες και οι προδότες’, ο οποίος έχει στόχο την πόλωση, την παγίδευσή μας με τους μεν ή τους δε. Το κοινωνικό κλίμα αποσταθεροποίησης που έχει δημιουργηθεί αντανακλά όσο ποτέ άλλοτε τα σαθρά θεμέλια του κοινωνικού κράτους αλλά και το ανύπαρκτο δίχτυ κοινωνικής προστασίας έτσι ώστε να οδηγούμαστε προς μια ‘κανιβαλική’ κοινωνία. Η υπερίσχυση του ‘δυνατού’, ο ατομικός ωφελιμισμός ενδυναμώνεται παρά τις διαφημιστικές ‘τυμπανοκρουσίες’ περί αλληλεγγύης, οι οποίες, ίσως για μερικούς να λειτουργούν και ως συλλογική υπενθύμιση του αυτονόητου.
Όχι, δεν πιστεύω ότι η τέχνη μπορεί να επιφέρει την όποια συνειδητοποίηση των κινδύνων που διατρέχουμε γιατί παραμένει να απευθύνεται σε εμάς… να αυτοκαταναλώνεται από εμάς… Πιστεύω ότι είμαστε μια ιδιαίτερα ‘ανώριμη’ κοινωνία η οποία δεν έχει αναπτύξει παρά μηχανισμούς συντήρησης και άμυνας εις βάρος του ‘κοινού αγαθού’, εις βάρος του πολιτισμού. Το εδώ και το τώρα του Baudelaire αφορά στις δυτικές κοινωνίες οι οποίες λειτουργούν με βάση το προσωπικό αλλά και το δημόσιο, ακόμα και οι διαδηλώσεις τους σηματοδοτούνται από τη συλλογική συνοχή και όχι απαραίτητα τη συνδικαλιστική. Είναι ενδιαφέρον να δούμε τη σχέση μας με το δημόσιο και αυτόματα θα δούμε και την τέχνη…
«Ο δυτικός άνθρωπος μπόρεσε να αναπτύξει μιαν αποτελεσματική σχέση μεταξύ εσωτερικότητας και εξωτερίκευσης: ο Φάουστ είναι μόνος μέσα στο εργαστήριό του και κάνει τα πιο μυστικά όνειρα. Αλλά μπορεί να ριχτεί στην κατάκτηση του κόσμου. Αντιθέτως, οι Νεοέλληνες δεν κατάφεραν να εναρμονίσουν τη σχέση μεταξύ του προσωπικού και του δημοσίου, ο θρίαμβος του προσωπικού και του δια-προσωπικού τους εμποδίζει να εντάξουν τη δραστηριότητά τους σ’ ένα υπερ-προσωπικό πλαίσιο. Η δυσθυμία δεν γίνεται απαραιτήτως αγωνία, αγωνία που να αποβλέπει στο οικουμενικό και να τείνει σε επικοινωνία με την υπέρβαση. Οι Νεοέλληνες χάνονται πολύ συχνά στους δαιδάλους του ψυχικού και του δια-ανθρώπινου, το ψυχολογικό τούς απορροφά πάρα πολύ, κι όταν ακόμη ζουν μες στο κοινωνικό, το ζουν με τρόπο συλλογικά ψυχολογικό. Το κράτος ουδέποτε έγινε μορφή με περιεχόμενο, η οποία να διαμορφώνει τα άτομα τα οποία περιέχει. Μήπως το νόημα της μεγάλης τραγωδίας έχει χαθεί; Μήπως το κατεξοχήν νεοελληνικό θέαμα συγγενεύει με το μελόδραμα και το ιλαρόδραμα; Μήπως οι μεγάλες χειρονομίες δεν θα οδηγούσαν ούτε καν στο μηδέν;» (Κώστας Αξελός, Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, περιοδικό Esprit, 1954, εκδ. Νεφέλη).
Το ερώτημα παραμένει ανοικτό…
Ο Δημήτρης Τσουμπλέκας είναι φωτογράφος
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός και διδάκτωρ της θεωρίας της τέχνης
Δημήτρης Τσουμπλέκας: Διάβασα, τις προάλλες, ένα άρθρο του καθηγητή Πανεπιστημίου κ. Θεόδωρου Λιανού που υποστήριζε την ανάγκη επαναφοράς της θανατικής καταδίκης, κάτι με το οποίο “πολλοί Έλληνες θα νιώσουν ανακούφιση και ίσως ευχαρίστηση”. H αλήθεια της τελευταίας φράσης ήταν το περιστασιακό κερασάκι σε ένα κολάζ τυχαίων εικόνων: εμφυλιοπολεμική νοσταλγία, δολοφονίες στους δρόμους, σταυροκοπήματα, καλάσνικοφ, δίκαια αιτήματα, ανοριακές συμπεριφορές, λιντσαρίσματα, ναζί. Απέναντι στο μείγμα ακραίας βίας και αυξανόμενης συντηρικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, πιστεύεις πως η τέχνη έχει καμιά τύχη; Τώρα; Εδώ; Η δυσθυμία μας -παραφράζοντας τον Αξελό- θα γίνει αγωνία, που να αποβλέπει στο οικουμενικό;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Ανακούφιση και ίσως ευχαρίστηση; Δε θα επιθυμούσα να ερμηνεύσω ή να επαναφέρω, επικοινωνιακά ούτε έστω λεκτικά, παρόμοιες δηλώσεις οι οποίες ‘χρωματίζουν’ νοσηρά συναισθήματα. Είναι βέβαιο, και εν γνώσει των πολιτικών κομμάτων μάλιστα, ότι μέσα από μια επικίνδυνη ρητορική πολιτική οδηγούμαστε σ’ ένα διχασμό, οι μεν και οι δε, ‘οι πατριώτες και οι προδότες’, ο οποίος έχει στόχο την πόλωση, την παγίδευσή μας με τους μεν ή τους δε. Το κοινωνικό κλίμα αποσταθεροποίησης που έχει δημιουργηθεί αντανακλά όσο ποτέ άλλοτε τα σαθρά θεμέλια του κοινωνικού κράτους αλλά και το ανύπαρκτο δίχτυ κοινωνικής προστασίας έτσι ώστε να οδηγούμαστε προς μια ‘κανιβαλική’ κοινωνία. Η υπερίσχυση του ‘δυνατού’, ο ατομικός ωφελιμισμός ενδυναμώνεται παρά τις διαφημιστικές ‘τυμπανοκρουσίες’ περί αλληλεγγύης, οι οποίες, ίσως για μερικούς να λειτουργούν και ως συλλογική υπενθύμιση του αυτονόητου.
Όχι, δεν πιστεύω ότι η τέχνη μπορεί να επιφέρει την όποια συνειδητοποίηση των κινδύνων που διατρέχουμε γιατί παραμένει να απευθύνεται σε εμάς… να αυτοκαταναλώνεται από εμάς… Πιστεύω ότι είμαστε μια ιδιαίτερα ‘ανώριμη’ κοινωνία η οποία δεν έχει αναπτύξει παρά μηχανισμούς συντήρησης και άμυνας εις βάρος του ‘κοινού αγαθού’, εις βάρος του πολιτισμού. Το εδώ και το τώρα του Baudelaire αφορά στις δυτικές κοινωνίες οι οποίες λειτουργούν με βάση το προσωπικό αλλά και το δημόσιο, ακόμα και οι διαδηλώσεις τους σηματοδοτούνται από τη συλλογική συνοχή και όχι απαραίτητα τη συνδικαλιστική. Είναι ενδιαφέρον να δούμε τη σχέση μας με το δημόσιο και αυτόματα θα δούμε και την τέχνη…
«Ο δυτικός άνθρωπος μπόρεσε να αναπτύξει μιαν αποτελεσματική σχέση μεταξύ εσωτερικότητας και εξωτερίκευσης: ο Φάουστ είναι μόνος μέσα στο εργαστήριό του και κάνει τα πιο μυστικά όνειρα. Αλλά μπορεί να ριχτεί στην κατάκτηση του κόσμου. Αντιθέτως, οι Νεοέλληνες δεν κατάφεραν να εναρμονίσουν τη σχέση μεταξύ του προσωπικού και του δημοσίου, ο θρίαμβος του προσωπικού και του δια-προσωπικού τους εμποδίζει να εντάξουν τη δραστηριότητά τους σ’ ένα υπερ-προσωπικό πλαίσιο. Η δυσθυμία δεν γίνεται απαραιτήτως αγωνία, αγωνία που να αποβλέπει στο οικουμενικό και να τείνει σε επικοινωνία με την υπέρβαση. Οι Νεοέλληνες χάνονται πολύ συχνά στους δαιδάλους του ψυχικού και του δια-ανθρώπινου, το ψυχολογικό τούς απορροφά πάρα πολύ, κι όταν ακόμη ζουν μες στο κοινωνικό, το ζουν με τρόπο συλλογικά ψυχολογικό. Το κράτος ουδέποτε έγινε μορφή με περιεχόμενο, η οποία να διαμορφώνει τα άτομα τα οποία περιέχει. Μήπως το νόημα της μεγάλης τραγωδίας έχει χαθεί; Μήπως το κατεξοχήν νεοελληνικό θέαμα συγγενεύει με το μελόδραμα και το ιλαρόδραμα; Μήπως οι μεγάλες χειρονομίες δεν θα οδηγούσαν ούτε καν στο μηδέν;» (Κώστας Αξελός, Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, περιοδικό Esprit, 1954, εκδ. Νεφέλη).
Το ερώτημα παραμένει ανοικτό…
Ο Δημήτρης Τσουμπλέκας είναι φωτογράφος
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός και διδάκτωρ της θεωρίας της τέχνης
13 Μαρ 2013
Οι άνθρωποι της τέχνης συζητουν/ Ο Γιώργος Τσακίρης συζητά με τη Δωροθέα Κοντελετζίδου
Οι ρόλοι αντιστρέφονται.
Οι καλλιτέχνες συζητούν με την δρ. Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…
Γιώργος Τσακίρης: Λένε ότι σε δύσκολους καιρούς οι τέχνες βρίσκονται σε εγρήγορση. Το μνημονεύω επειδή διανύουμε μια δύσκολη εποχή. Τούτο κατά τη γνώμη σας αληθεύει ή είναι παρηγοριά στον άρρωστο;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Μνημονεύω…πάντα χρησιμοποιούσατε αυτή τη λέξη! Για να απαντηθεί η ερώτηση οφείλουμε να έχουμε τη χρονική και ιστορική αποστασιοποίηση ώστε να μπορέσουμε να ‘αξιολογήσουμε’ τη σκέψη, την τέχνη και ότι παράγεται σε περιόδους κρίσης… Προς το παρόν υπάρχει η δυστοκία αλλά και πότε δεν υπήρχε όσο αφορά στις τέχνες; Η γενική όμως εσωστρέφεια που, αφενός καλλιεργείται αφετέρου είναι, ενίοτε, και απαραίτητη μπορεί να οδηγήσει σε μη αναμενόμενες εξελίξεις αν και πιστεύω ότι όσο αφορά στην ελληνική τέχνη η κρίση που διανύει δεν οφείλεται στους ‘δύσκολους καιρούς’ που διανύουμε αλλά σ’ ένα αυτοεγκλωβισμό αναπαραγωγής εννοιών και σχημάτων.
Γ. Τσ. Λένε ότι το ελληνικό καλλιτεχνικό-εικαστικό γίγνεσθαι το σημάδεψαν η γενιά του 1930 και του 1960. Ποια η γνώμη σας γιαυτό;
Δ. Κ. Ναι, με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία γενιά αλλά με κοινή αφετηρία: την επαφή τους με τις τέχνες και τα κινήματα της Δύσης. Η μεν γενιά του 1930 λειτούργησε με τρόπο ώστε η αναζήτηση, ‘αποκατάσταση’ της ελληνικότητας, η ηθογραφία και ο ακαδημαϊσμός να εγκλωβίσουν κάθε πρωτοπορία μιας και αποτελούσε ‘πολιτιστική προδοσία’. Γι’ αυτό το λόγο και κυριάρχησε ένα είδος εξευρωπαϊσμένου βυζαντίου, μια παράδοση που άγγιξε τα όρια της επικότητας. Η γενιά του 1960, αντίθετα, παρατηρούμε ότι πειραματίσθηκε αλλά και ικανοποίησε όλες τις αισθήσεις, ανέπτυξε μεν συμβολικά σχήματα τα οποία κοινοποιούν την ιστορία της καταγωγής τους με τέτοιο τρόπο, όμως, ώστε να αναπτύξει ένα εικονολογικό σύστημα, το οποίο λειτούργησε ως συμβολικό σύστημα μεταμορφώσεων, που υπογραμμίζει, σε διεθνές πλέον επίπεδο, την καταγωγή αλλά και την επιρροή ενός πολιτισμού σε έναν άλλον. Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η διαφορετικότητα των Ελλήνων καλλιτεχνών της δεκαετίας του 1960. Η έξοδος της τέχνης προς την κοινωνία, η απομάκρυνσή της από το χώρο της ίδιας τέχνης επέτρεψε στους Έλληνες καλλιτέχνες αυτής της δεκαετίας να απελευθερωθούν απ’ ότι μπορούσε να χαρακτηρισθεί πολιτισμική καταβολή, έτσι ώστε την ίδια αυτή την καταβολή να την εμφυσήσουν στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες εξέφραζαν αλλά και αναφέρονταν στις μεταλλαγές της κοινωνικής ζωής.
Γ. Τσ. Λένε ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να έχει και τα λαθάκια του. Ποια η άποψη σας; Και αν ναι γιατί;
Δ. Κ. Δεν με έχει απασχολήσει το θέμα! Υποθετικά, ίσως γιατί το τέλειο δεν υπάρχει.
Γ. Τσ. Μετά την πολυετή παραμονή σας στο εξωτερικό όπως και εγώ, τελικά τι χάσαμε και τι κερδίσαμε με την επιλογή μας να ζούμε πλέον στην περιφερειακή Θεσσαλονίκη;
Δ. Κ. Τίποτα! Υποθέτω, όμως, ότι ‘αρνήθηκα’ μια πιο οργανωμένη καθημερινότητα, κοινωνικές, αυτονόητες, παροχές, επικοινωνιακή αμεσότητα, γι’ αυτό που όμως είμαι σίγουρη ότι ‘έχασα’ είναι η δυνατότητα εργασίας που βασίζεται σε μη πελατειακές σχέσεις αλλά στην αντικειμενικότητα και στα προσόντα. Για μένα δεν είναι μόνο η Θεσσαλονίκη περιφέρεια, περιφέρεια είναι όλη η Ελλάδα, απλώς στη Θεσσαλονίκη επειδή όλοι ‘γνωριζόμαστε’ μεταξύ μας το κλίμα είναι ασφυκτικά επαρχιώτικο, ασφυκτικά γκετοποιημένο, ασφυκτικά ‘Γιάννης πίνει Γιάννης κερνάει’, ας μου επιτραπεί η έκφραση -υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις αλλά είναι ελάχιστες- οπότε δεν ξέρω τι έχω κερδίσει.
Γ. Τσ. Ποιος/α είναι ο/η καλλιτέχνης που σας έχει αναστατώσει, ενθουσιάσει με την ζωή του/ης, το έργο του/ης, που να είπατε και μόνο γι αυτόν/ην άξιζε που ασχολήθηκα με την τέχνη;
Δ. Κ. Δεν έχω μετανιώσει ούτε μια στιγμή που ασχολούμαι με την Ιστορία της Τέχνης και τη Σύγχρονη Τέχνη! Η τέχνη εμπεριέχει τόσους ετερόκλητους ‘δρόμους σκέψεις’, τόσους καλλιτέχνες ώστε η έκπληξη, η ευρύτητα πνεύματος και εργασίας που συναντώ πολλές φορές στις καλλιτεχνικές εργασίες καλλιτεχνών αλλά και στη θεωρία της τέχνης με αναζωογονούν πνευματικά. Για να απαντήσω όμως πιο συγκεκριμένα (!) ο Uccelo, o Bosch, ο Raphael, o Gericault, ο Τάκης, η Louise Bourgeois, o Beuys, ο Duchamp, η Abramovic είναι κάποιοι από τους καλλιτέχνες με έχουν κάνει να μονολογώ!
Ο Γιώργος Τσακίρης είναι καλλιτέχνης
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης
12 Φεβ 2013
Ο Βασίλης Βασιλακάκης συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου
Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με την δρ. Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…
Βασίλης Βασιλακάκης:
Πως είναι δυνατόν ο Malévitch μ’ ένα μικρό τριγωνικό σχήμα, αφαιρώντας
την αφήγηση, την υλικότητα, να εμπεριέχει μέσα στο ελάχιστο όλη την
πνευματικότητα της ιστορίας του πολιτισμού της Ρωσίας;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Εάν
το ζωγραφικό (pictural) είναι για τον Malévitch ο προνομιακός χώρος για
την αποκάλυψη του σουπρεματισμού, ο σουπρεματισμός, αυτός καθ’ εαυτός,
δεν περιορίζεται σ’ αυτό που παραδοσιακά αποκαλούμε καλές τέχνες αλλά
εξαπλώνεται σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες γιατί επιθυμεί μια
ολοκληρωτική αλλαγή (πολιτική, οικονομική, πολιτιστική, θρησκευτική).
Ουσιαστικά αυτό που άλλαξε είναι η θέση του ανθρώπου σε σχέση με την
οικουμενικότητα. Ο σουπρεματισμός δεν είναι ανθρωπισμός, δεν είναι η
νίκη του οικουμενικού ανθρώπου αλλά η νίκη του ‘απελευθερωμένου
τίποτα’.
«Η κουλτούρα, παραδείγματος χάρη,
θεωρείται από τον Malévitch ως κάτι το συμβατικό γι αυτό και ανέφερε ότι
«η κουλτούρα είναι όπως ένας εργάτης που επιχειρεί να φτιάξει ένα
κλειδί για μια κλειδαριά που δε γνωρίζει» συμπληρώνοντας ότι οι
κουλτούρες θα πεθάνουν η μία μετά την άλλη κατά τη διάρκεια της
εκπλήρωσης του οικουμενικού διαισθητικού στόχου τους. Ο άνθρωπος,
γενικά, αλλά και ο καλλιτέχνης ειδικά είναι αυτοί που μεταλλάσουν τις
ενέργειες που διαπερνούν τον κόσμο. Είναι ο ίδιος, ο κόσμος,
συμπληρώνει. Δεν είναι διερμηνέας αλλά αυτός που προφητεύει -με την
ετυμολογική έννοια της λέξης- έχοντας καταβροχθίσει όλη τη Σοφία του
κόσμου, ο άνθρωπος οφείλει να αποδώσει στα έργα του, έχοντας εξορύξει
κάθε δύναμη που υπάρχει σ’ αυτόν, τη δημιουργία του και να την
μετατρέψει σε νέα μοντέλα. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται ο σπόρος του
μη πεπερασμένου, αποκτώντας νέα σχήματα υπό την προϋπόθεση ότι διεισδύει
στη νέα συνείδηση που αναπαριστά ο σύγχρονος χρόνος.
Ο καλλιτέχνης είναι ο σπόρος της
ομορφιάς και είναι το πινέλο του κόσμου. Αποκαλύπτει την ομορφιά,
διαμέσου του στόματός του και του πινέλου του, η φύση ομιλεί για την
ομορφιά της. Ο καλλιτέχνης είναι το φως αυτής της νέας προοπτικής που
οφείλει να κατασκευάσει ένα νέο κόσμο.. Κατασκευάζεται μέσα από τον πόνο
διότι το παραστατικό, το αναπαριστώμενο αντικείμενο, αντιστέκεται και
εκεί που υπάρχει αντίσταση, υπάρχει πόλεμος. Οι πόλεμοι και οι
επαναστάσεις είναι μοιραία φαινόμενα της αγοράς του κόσμου προς την
απελευθέρωση του παραστατικού βάρους που ενδυναμώνεται από τον
ανθρωπομορφισμό της ανθρωπότητας και την ανάγκη του για άνεση. Η
διαίσθηση θα καταστρέψει, με επαναστατικό τρόπο, το κέλυφος των
εθνικοτήτων, τις πατρίδες και θα σκίσει κάθε πιστοποιητικό γέννησης
διότι η οικονομική ενέργεια του κόσμου το χρειάζεται αυτό αλλά και η
λογική, βλέποντας ότι αυτή είναι μοιραία, διαλέγει δρόμους ήσυχους απ’
όπου και προκύπτει η μάχη ενεργειακών δυνάμεων της λογικής και της
διαίσθησης, ο πόλεμος παράγεται στον ίδιο τον εγκέφαλό μας σαν μια
πραγματική πράξη».
Υπ’ αυτήν την έννοια ο Malévitch
δημιουργεί μια αναλογία μεταξύ της οικονομικής πολιτικής επανάστασης και
της επανάστασης του ζωγραφικού που έχει επίσης την οικονομία του. Το
εγχείρημα παραμένει το ίδιο: να ανοιχθούν τα δεδομένα δύο τριγώνων στην
αυθεντικότητα, στην «αιώνια ανάπαυση του κόσμου». Μπορούμε να
διαιρέσουμε τον κόσμο σε οργανικό και μη οργανικό, εάν δεν είναι δυνατόν
να απομονώσουμε αλλά ούτε και να προσθέσουμε οτιδήποτε, εάν δεν είναι
δυνατόν να ανασύρουμε μια απομονωμένη μονάδα από την αιώνια δόνηση;
Ο Βασίλης Βασιλακάκης είναι ζωγράφος
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης
5 Φεβ 2013
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΥΖΗΤΟΥΝ/ Ο Χρήστος Βενέτης συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου
Οι
ρόλοι αντιστρέφονται, οι άνθρωποι της τέχνης συζητούν με τη δρ. Δωροθέα
Κοντελετζίδου και άλλων δαιμονίων…
Χρήστος Βενέτης: «Η τέχνη δεν είναι ούτε για τους λίγους ούτε για
τους πολλούς είναι πάντα για τον καθένα χωριστά» Σαίξπηρ.
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Η συμπύκνωση της φράσης που μεταφράστηκε από
τον Γ. Χειμωνά προέρχεται από τη μορφολογική παρατήρηση του Σαίξπηρ με αφορμή
την θεατρική παράσταση ‘Άμλετ’ και συγκεκριμένα είχε πει: «το έργο, θυμάμαι, δεν άρεσε στο πλήθος όμως,
όπως το κατάλαβα εγώ κι άλλοι, που οι γνώμες τους σ’ αυτά τα πράγματα είναι
ανώτερες απ’ τη δικιά μου, ήταν εξαίρετο έργο, με σκηνική οικονομία και σύνθεση
απλή όσο και μαστορική. Θυμάμαι κάποιος εκεί είπε πως δεν είχαν σάλτσες οι
στίχοι του για να κάμουν το υλικό νόστιμο, ούτε η φράση του υλικά τέτοια, που
να κατακριθεί ο συγγραφέας για φτιασίδωμα αλλά, είπε, πως ήταν έργο αγνό, γερό
μαζί και χαριτωμένο και με πολύ περισσότερη φυσική παρά τεχνητή ομορφιά».
Ξέρεις
υπό μία έννοια θίγεται και η διαφορετικότητα του καθενός μας και ο σεβασμός σ’
αυτή, ακόμα και το ‘δεν μ’ αρέσει’, όταν αιτιολογείται, είναι μια θέση για την τέχνη
που έχει ως προέλευση τη πολιτιστική μονάδα από την οποία προέρχεται.
Χρ. Β.: Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αφιερώσει στον 13ο Θεό,
τον άγνωστο Θεό. Κατά τη συνάντησή σου μ’ ένα εικαστικό έργο ή κατά την
επιμέλεια μιας έκθεσης υπάρχει χώρος για το ‘άσκεπτο’ (ή το μη αναπαραστάσιμο);
Δ. Κ. Το στερητικό α μπροστά από τη λέξη Θεός δηλώνει την ύπαρξη
του έγραφε ο Ντεριντά οπότε πως μπορούμε να απορρίψουμε αυτό που υπάρχει; Υπ’
αυτήν την έννοια πάντα υπάρχει ‘η σκέψη’ που κωδικοποιείται από τη γλώσσα.
Χρ. Β.: Η απάντηση της εικαστικής κοινότητας στην ‘κρίση’ όσο
ελλειπτική, πλάγια, ή υπαινικτική κι’ αν είναι, μοιάζει να ‘ξύνει’ τις ήδη
ανοικτές πληγές. Μια τέχνη διαχρονική μήπως θα υπερέβαινε την κοινοτοπία
υποδηλώνοντας ότι υπάρχουν αρχετυπικά τραύματα; Ο Κονδύλης έγραφε, το ύστατο
ερώτημα έχει ήδη τεθεί στην αρχαία Ελλάδα και είναι μεταφυσική ή μηδενισμός
Δ. Κ. Η εικαστική κοινότητα
αποτελεί τμήμα ενός συνόλου αυτό θα πρέπει να εξετασθεί ώστε μέσα από το μερικό
να κατανοηθεί το ολικό. Η μεταφυσική του 17ου και του 18ου αιώνα
λειτούργησε ανασταλτικά ως προς την εξέλιξη και την πρόοδο, η τέχνη δεν αναζητά
τη μοναδική αλήθεια.
Το πρόβλημα για μένα τίθεται σε
σχέση με την ικανότητα να αντιληφθούμε, να αναλύσουμε το μερικό ώστε να
εξελιχθούμε προς το ολικό, η ανάγκη δηλαδή μιας νέας ανάγνωσης του κόσμου στον
οποίο ζούμε ώστε ‘οι πληγές’ να αποκτήσουν νέο σχήμα, μέσα από την
ιστορικότητα, χωρίς απαραίτητα να
απαλειφθούν αλλά και χωρίς να ‘στρέφουμε και την πλάτη στον κοινωνικό και
ιστορικό άνθρωπο’ και κατ’ επέκταση στο ‘πνεύμα’ της εποχής. Μια ‘διαχρονική’ τέχνη
είναι μια επιλογή η οποία δεν απαλείφει ουσιαστικά τίποτα απλά επαναφέρει το
περιεχόμενο ως ‘σχήμα’.
Χρ. Β.: Ο Χρήστος Ιωακειμίδης σε πρόσφατη συνέντευξή του τόνιζε ότι
‘έμαθε’ περισσότερα από τη συναναστροφή του με τους καλλιτέχνες παρά από τους
καθηγητές του.
Δ. Κ. Κάποτε είχα πει σε μια συνέντευξη ότι δεν έχω μετανιώσει για
την επαγγελματική μου επιλογή –παρά τις όποιες δυσκολίες- γιατί η επαφή με τους
καλλιτέχνες είναι μια αστείρευτη πηγή γνώσης και επικοινωνίας. Ο κάθε
καλλιτέχνης ‘κουβαλάει’ το δικό του υπόβαθρο σκέψης και τρόπο ζωής -σημαντικό
και αυτός για εμένα. Αυτό είναι πνευματική πρόκληση η οποία πολλές φορές μου
έχει υπογραμμίσει και τη δικιά μου ανεπάρκεια ή επάρκεια (;). Είστε ο καθένας
από εσάς ένα είδος ‘κινητού’ βιβλίου, σ’ αυτό πιστεύω ότι αναφέρεται ο Χρ.
Ιωακειμίδης. Οπότε φαντάσου πόσο εμπλουτιζόμαστε απ’ αυτήν την ‘κινητή’
βιβλιοθήκη!
Χρ. Β. Στις εκθέσεις που έχεις επιμεληθεί λαμβάνεις υπόψη τα
βιογραφικά σου στοιχεία;
Δ. Κ. Όχι, ποτέ! Μόνο μια φορά τα συμπεριέλαβα στην έκδοση μιας
μονογραφίας και μάλιστα επειδή δεν είχα αναφέρει κάποια εισαγωγικά σημειώματα
που είχα γράψει δέχθηκα σφοδρότατη επίθεση…Ίσως θα έπρεπε, ώστε να ορίζω και
εγώ το πολιτιστικό μου υπόβαθρο!
Ο Χρήστος Βενέτης είναι καλλιτέχνης
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης
23 Ιαν 2013
Οι άνθρωποι της τέχνης συζητούν / Η Λυδία Δαμπασίνα συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου
Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με την δρ. Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων… Σήμερα, η Λυδία Δαμπασίνα συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου ‘μέσω’ του Δημήτρη Δημητριάδη.
Λυδία Δαμπασίνα: Εξι παράγραφοι από τον λόγο του Δημήτρη Δημητριάδη προς σκέψη:
1-Ο κριτικός δεν είναι κάποιος που
εκφέρει απλώς μία γνώμη, είναι κάποιος ο οποίος φέρει μία ολόκληρη
παιδεία την οποία χρησιμοποιεί για να κρίνει ένα έργο, και με την
«παιδεία» εννοώ την αδιαχώριστη συνύπαρξη μόρφωσης και συμπεριφοράς,
καλλιέργειας και ευγένειας, δηλαδή υψηλό πνευματικό επίπεδο.
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Δεν είναι θέμα γνώμης αλλά γνώσης όταν αυτή υπάρχει…
Λ. Δ. 2-Πώς γίνεται
και ένας λαός ολόκληρος επικροτεί την ασχήμια και την χυδαιότητα; … Και
οι εξαιρέσεις της ομορφιάς, του ωραίου, του λεπτού -γιατί υπάρχουν αυτές
οι εξαιρέσεις- είναι τόσο αραιές και σπάνιες ώστε πλέον δίνουν την
εντύπωση ότι δεν υπάρχουν και ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που τις παράγουν
και που τις χρειάζονται, ενώ υπάρχουν.
Δ. Κ.: Ίσως γιατί υπερισχύει η ‘εκπαίδευση’ της πλειονότητας, ίσως γιατί η ασχήμια είναι διαφορετική για τον καθένα.
Λ. Δ. 3- Ένας λαός ο
οποίος δεν ζει σε επαφή με τον εαυτό του αλλά με στερεότυπα περί του
εαυτού του, δεν μπορεί να είναι ένας καλλιτεχνικός λαός.
Δ. Κ. Πρόκειται για ένα λαό που θέλει να ‘γνωρίζει’ τον εαυτό του μέσα από τον Άλλο ή μέσα από το ωραιοποιημένο είδωλό του.
Λ. Δ. 4- Η παράδοση
αντιμετωπίζεται ως κάτι παγιωμένο και τετελεσμένο, που φοβόμαστε να
αντιμετωπίσουμε ως ένα ζωντανό οργανισμό, επειδή φοβόμαστε ότι θα
αναπτύξει συμπεριφορές που δεν μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε διότι
αυτό σημαίνει ότι θα έχει απαιτήσεις από εμάς, τις απαιτήσεις που έχει
καθετί το ζωντανό.
Δ. Κ. Η παράδοση πολλές
φορές αποτελεί πολιτιστική καθίζηση όταν δεν συνοδεύεται από την
εξέλιξη ώστε παράλληλα να αναδειχθούν και οι νέες ‘παραδόσεις’ αλλά και
οι μύθοι της.
Λ. Δ. 5- Η Ελληνική
κοινωνία βασίζεται στην έννοια του εξιλαστήριου θύματος που το κυνηγάει
στην κορυφή της ανθρώπινης κλίμακας και όχι στα σκαλοπάτια της που είναι
βυθισμένα στην αληθινή βρομιά.
Και θα πρόσθετα εγώ, η Λυδία Δαμπασίνα,
ότι η ελληνική κοινωνία δεν ανέχεται το Μεγάλο: όπως ονόμασε και ο
Κουνέλλης την έκθεσή του στο θέατρο Άττις το 2005: «Γιατί τα βότσαλα δεν
είναι βοτσαλάκια. Γιατί τα λιμάνια δεν είναι λιμανάκια».
Δ. Κ. Η
Ελληνική κοινωνία καλλιεργεί τα μέτρια, μεγέθους, βότσαλα που
λαμπυρίζουν, ‘θάβει’ τα μεγάλα βότσαλα ώστε να έχει τη ψευδαίσθηση της
αναμέτρησης
Λ. Δ. Και κλείνω με το ελπιδοφόρο:
6- Κάθε εποχή φέρει το ανυπόφορο που είναι προϋπόθεση της τέχνης.
Δ. Κ. Κάθε εποχή δεν είναι απαραίτητα πρωτοποριακή για την τέχνη.
Η Λυδία Δαμπασίνα είναι καλλιτέχνης
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός τέχνης
15 Ιαν 2013
Οι άνθρωποι της τέχνης συζητούν/ Ο Γιώργος Κατσάγγελος συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου
Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Οι καλλιτέχνες συζητούν με την δρ. Δωροθέα Κοντελετζίδου περί τέχνης και άλλων δαιμονίων…
Γιώργος Κατσάγγελος: Η φωτογραφία σήμερα μπορεί να εξυπηρετήσει κάποιες ανάγκες σε σχέση με την εκπαίδευση των νέων;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Βέβαια! Θα μπορούσε να είναι παράλληλο ‘εργαλείο’ της διδασκαλίας της Ιστορίας στην εκπαίδευση, της Γεωγραφίας και άλλων μαθημάτων τόσο στη πρωτοβάθμια όσο και στη μέση και ανώτατη εκπαίδευση. Η φωτογραφία είναι ένα ιδιαίτερο σύγχρονο εργαλείο με το οποίο οι νέοι είναι εξοικειωμένοι από πολύ νωρίς. Αλλά αυτή είναι μια τόσο προωθημένη και σύγχρονη μορφή εκπαίδευσης που φαντάζει, τουλάχιστον για το ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης, ως ουτοπία.
Γ. Κ. Η τέχνη διαφοροποιείται όταν το εκφραστικό της μέσο είναι η φωτογραφία;
Δ. Κ. Παρόμοια θέματα έχουν λυθεί από τη δεκαετία του 1970 όταν ακόμα ο μοντερνισμός αμφισβητούσε το εάν και το κατά πόσο η φωτογραφία μπορεί να είναι τέχνη. Το εκάστοτε μέσο, μέσα από τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να εμπεριέχει, δεν είναι παρά μέσο, σαφώς και το λαμβάνουμε υπόψη αλλά η ιδέα και το αποτέλεσμα είναι αυτό που θα καθορίσει το αντικείμενο τέχνης. Εάν υπήρχε αυτή διαφοροποίηση τότε δεν θα υπήρχε ούτε ο Man Ray, ούτε ο Marcel Duchamp και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες. Ουσιαστικά η φωτογραφία, ως μαζικό μέσο που απευθύνεται στη μάζα, όπως την είχε προσδιορίσει ο Walter Benjamin, αποδείχτηκε ότι υπήρξε μια από τις κυριότερες συνθήκες ανατροπής του μοντερνιστικού μύθου.
Γ. Κ. Η ευκολία που παρουσιάζει η φωτογραφία σήμερα που στο μεγαλύτερό της κομμάτι έγινε ψηφιακή την καθιστά ευτελέστερη;
Δ. Κ. Αυτό είναι ένα θέμα που απασχολεί και εμένα αλλά τελικά αυτό μπορεί να αποτελεί υποδιαίρεση μιας γενικότερης ευκολίας που αφορά στην τέχνη και όχι ειδικά στη φωτογραφίας. Κατά τη γνώμη μου το όποιο μέσο είναι απλά ένα μέσο. Το αποτέλεσμα όμως το παράγει ο καλλιτέχνης που χρησιμοποιεί το μέσο ως εργαλείο μεταφοράς της ιδέας.
Γ. Κ. Η σύγχρονη φωτογραφία στην Ελλάδα είναι συλλεκτικό αντικείμενο;
Δ. Κ. Επιχειρείται να είναι αλλά απέχουμε…Μου θυμίσατε τις φωτογραφίες που κάηκαν, πρόσφατα, στο αποθηκευτικό χώρο που τις είχε το Μουσείο Φωτογραφίας και τον τρόπο που αντιμετωπίσθηκε το γεγονός. Το γεγονός από μόνο του δείχνει, τουλάχιστον σε μένα, ότι δεν την αντιλαμβανόμαστε ως συλλεκτικό αντικείμενο αλλά ως ευκαιριακό. Λυπάμαι που το διαπιστώνω αλλά η σύγχρονη φωτογραφία στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως ‘παραπαίδι’. Εξάλλου, αν ανατρέξουμε και στην πιο πρόσφατη ‘ιστορία’ μας θα διαπιστώσουμε ότι ακόμα και από την ίδια την πολιτεία η φωτογραφία αντιμετωπίζεται ευκαιριακά. Πρώτον, διαχωρίζεται ως ‘είδος’ από τα άλλα σύγχρονα μουσεία δεύτερον, ενώ πλέον στην Ελλάδα υπάρχουν θεωρητικοί της τέχνης, της φωτογραφίας και καλλιτέχνες παρόλα αυτά στις θεσμικές, διευθυντικές θέσεις τοποθετούνται άτομα που έχουν άλλου είδους προσόντα. Για μένα αυτό υποδηλώνει τον τρόπο με τον οποίο ‘οργανώνουμε’ την σύγχρονη φωτογραφία…ανύπαρκτος άρα πως θα καταστεί συλλεκτικό αντικείμενο όταν εμείς οι ίδιοι την ‘υποτιμούμε’; Μόνο κάποιος πεφωτισμένος!
Γ. Κ. Η κοινωνική φωτογραφία μπορεί να διαμορφώσει γεγονότα είτε στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης είτε στο επίπεδο της ενεργούς δράσης;
Δ. Κ. Ναι, αν προβάλετε σωστά και τι εννοώ με το σωστά. Οφείλει να έχει, ως αποδέκτες, ευρύ φάσμα θεατών αφού το μήνυμά της είναι κοινωνικό, να μην εγκλωβίζεται στους ‘τοίχους’ μουσείων και αιθουσών τέχνης, να συνομιλεί, δηλαδή, με τον ευρύ κοινωνικό/δημόσιο χώρο ώστε να ‘προκαλεί’. Θα μπορούσε παραδείγματος χάρη η κοινωνική φωτογραφία να ‘χρησιμοποιηθεί’ από το Δήμο ώστε αντί να βλέπουμε αφίσες διάφορων ατάλαντων τραγουδιστών, να βλέπουμε φωτογραφίες στα δημοτικά πανώ.
Ο Γιώργος Κατσάγγελος είναι καλλιτέχνης
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης
Γιώργος Κατσάγγελος: Η φωτογραφία σήμερα μπορεί να εξυπηρετήσει κάποιες ανάγκες σε σχέση με την εκπαίδευση των νέων;
Δωροθέα Κοντελετζίδου: Βέβαια! Θα μπορούσε να είναι παράλληλο ‘εργαλείο’ της διδασκαλίας της Ιστορίας στην εκπαίδευση, της Γεωγραφίας και άλλων μαθημάτων τόσο στη πρωτοβάθμια όσο και στη μέση και ανώτατη εκπαίδευση. Η φωτογραφία είναι ένα ιδιαίτερο σύγχρονο εργαλείο με το οποίο οι νέοι είναι εξοικειωμένοι από πολύ νωρίς. Αλλά αυτή είναι μια τόσο προωθημένη και σύγχρονη μορφή εκπαίδευσης που φαντάζει, τουλάχιστον για το ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης, ως ουτοπία.
Γ. Κ. Η τέχνη διαφοροποιείται όταν το εκφραστικό της μέσο είναι η φωτογραφία;
Δ. Κ. Παρόμοια θέματα έχουν λυθεί από τη δεκαετία του 1970 όταν ακόμα ο μοντερνισμός αμφισβητούσε το εάν και το κατά πόσο η φωτογραφία μπορεί να είναι τέχνη. Το εκάστοτε μέσο, μέσα από τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να εμπεριέχει, δεν είναι παρά μέσο, σαφώς και το λαμβάνουμε υπόψη αλλά η ιδέα και το αποτέλεσμα είναι αυτό που θα καθορίσει το αντικείμενο τέχνης. Εάν υπήρχε αυτή διαφοροποίηση τότε δεν θα υπήρχε ούτε ο Man Ray, ούτε ο Marcel Duchamp και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες. Ουσιαστικά η φωτογραφία, ως μαζικό μέσο που απευθύνεται στη μάζα, όπως την είχε προσδιορίσει ο Walter Benjamin, αποδείχτηκε ότι υπήρξε μια από τις κυριότερες συνθήκες ανατροπής του μοντερνιστικού μύθου.
Γ. Κ. Η ευκολία που παρουσιάζει η φωτογραφία σήμερα που στο μεγαλύτερό της κομμάτι έγινε ψηφιακή την καθιστά ευτελέστερη;
Δ. Κ. Αυτό είναι ένα θέμα που απασχολεί και εμένα αλλά τελικά αυτό μπορεί να αποτελεί υποδιαίρεση μιας γενικότερης ευκολίας που αφορά στην τέχνη και όχι ειδικά στη φωτογραφίας. Κατά τη γνώμη μου το όποιο μέσο είναι απλά ένα μέσο. Το αποτέλεσμα όμως το παράγει ο καλλιτέχνης που χρησιμοποιεί το μέσο ως εργαλείο μεταφοράς της ιδέας.
Γ. Κ. Η σύγχρονη φωτογραφία στην Ελλάδα είναι συλλεκτικό αντικείμενο;
Δ. Κ. Επιχειρείται να είναι αλλά απέχουμε…Μου θυμίσατε τις φωτογραφίες που κάηκαν, πρόσφατα, στο αποθηκευτικό χώρο που τις είχε το Μουσείο Φωτογραφίας και τον τρόπο που αντιμετωπίσθηκε το γεγονός. Το γεγονός από μόνο του δείχνει, τουλάχιστον σε μένα, ότι δεν την αντιλαμβανόμαστε ως συλλεκτικό αντικείμενο αλλά ως ευκαιριακό. Λυπάμαι που το διαπιστώνω αλλά η σύγχρονη φωτογραφία στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως ‘παραπαίδι’. Εξάλλου, αν ανατρέξουμε και στην πιο πρόσφατη ‘ιστορία’ μας θα διαπιστώσουμε ότι ακόμα και από την ίδια την πολιτεία η φωτογραφία αντιμετωπίζεται ευκαιριακά. Πρώτον, διαχωρίζεται ως ‘είδος’ από τα άλλα σύγχρονα μουσεία δεύτερον, ενώ πλέον στην Ελλάδα υπάρχουν θεωρητικοί της τέχνης, της φωτογραφίας και καλλιτέχνες παρόλα αυτά στις θεσμικές, διευθυντικές θέσεις τοποθετούνται άτομα που έχουν άλλου είδους προσόντα. Για μένα αυτό υποδηλώνει τον τρόπο με τον οποίο ‘οργανώνουμε’ την σύγχρονη φωτογραφία…ανύπαρκτος άρα πως θα καταστεί συλλεκτικό αντικείμενο όταν εμείς οι ίδιοι την ‘υποτιμούμε’; Μόνο κάποιος πεφωτισμένος!
Γ. Κ. Η κοινωνική φωτογραφία μπορεί να διαμορφώσει γεγονότα είτε στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης είτε στο επίπεδο της ενεργούς δράσης;
Δ. Κ. Ναι, αν προβάλετε σωστά και τι εννοώ με το σωστά. Οφείλει να έχει, ως αποδέκτες, ευρύ φάσμα θεατών αφού το μήνυμά της είναι κοινωνικό, να μην εγκλωβίζεται στους ‘τοίχους’ μουσείων και αιθουσών τέχνης, να συνομιλεί, δηλαδή, με τον ευρύ κοινωνικό/δημόσιο χώρο ώστε να ‘προκαλεί’. Θα μπορούσε παραδείγματος χάρη η κοινωνική φωτογραφία να ‘χρησιμοποιηθεί’ από το Δήμο ώστε αντί να βλέπουμε αφίσες διάφορων ατάλαντων τραγουδιστών, να βλέπουμε φωτογραφίες στα δημοτικά πανώ.
Ο Γιώργος Κατσάγγελος είναι καλλιτέχνης
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης
8 Ιαν 2013
Οι άνθρωποι της τέχνης/ Η Ασπασία Κρυσταλά συζητά με τη Δ. Κοντελετζίδου
Ασπασία
Κρυσταλά: Τον τελευταίο καιρό έχει παρουσιαστεί άνοδος της ακροδεξιάς και
των ρατσιστικών φαινομένων / επιθέσεις σε αλλοδαπούς και ομοφυλόφιλους. Θα
θεωρούσες ότι μια κριτική μέσω της τέχνης θα είχε κάποιο αποτέλεσμα στην
ελληνική κοινωνία;
Δωροθέα
Κοντελετζίδου: Όχι, δεν έχω
αυταπάτες. Η κριτική στην τέχνη δεν μπορεί να επηρεάσει την ελληνική κοινωνία η
οποία είναι, βαθύτατα, συντηρητική. Δεν είναι τυχαία η αύξηση της λογοκρισίας
στο θέατρο, στην τηλεόραση, στον Τύπο. Ως κοινωνία δεν αποδεχόμαστε τη
διαφορετικότητα, με όποια μορφή και εάν εκδηλώνεται αυτή και αυτό οφείλεται
στην εκπαίδευση, αρχής γινομένης της προσχολικής ηλικίας, τού οικογενειακού περιβάλλοντος, στην εμμονή σε μια στείρα, αναχρονιστική και
‘εγωκεντρική’ ανάγνωση της Ιστορίας με αποτέλεσμα να επεκτείνεται σε όλες τις
εκφάνσεις της ζωής μας: προσωπική, κοινωνική, πολιτιστική, πολιτική. Δέχομαι
δεν σημαίνει, απαραίτητα, υιοθετώ αλλά δέχομαι το ανοίκειο, το ‘ξένο’, το άλλο
και μπορεί στο τέλος να το οικειοποιηθώ.
Η τέχνη, εξορισμού, είναι το διαφορετικό,
είναι η άλλη ματιά, η άλλη ερμηνεία, η άλλη προσέγγιση.
Μου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ακόμα και η
αντιμετώπιση της Δικαιοσύνης σε θέματα Τέχνης. Δε θα ξεχάσω την απόφαση και την
επιχειρηματολογία της ειρηνοδίκη
Μανουέλα Ρομέι Παζέτι το 1986 όταν το
έργο του Κώστα Τσόκλη Το Καμακωμένο ψάρι μαζί με τα Πορτραίτα των Αγίων, με αφορμή την παρουσίαση του στην Μπιεννάλε
της Βενετίας το 1986, είχε γίνει αφορμή για να μηνυθεί ο καλλιτέχνης για
ανήθικους σκοπούς, για ωμότητα με σκοπό τη διασκέδαση. Η απόφαση, αυτή για μένα, αποτελεί υπόδειγμα ανάγνωσης και ερμηνείας
ενός εικαστικού έργου. Δεν νομίζω ότι στην Ελλάδα κάποιος από το Δικαστικό Σώμα
θα είχε ή έχει αυτή την βαθιά γνώση και επιχειρηματολογία ώστε να αποδείξει τα
‘ευκόλως εννοούμενα’. Μπαίνω στον
πειρασμό να το παραθέσω γιατί τελικά η τέχνη, για ένα πολιτισμένο και
εκσυγχρονισμένο κράτος, δεν είναι μόνο υπόθεση των λίγων: «…Στο
μισοσκόταδο της αίθουσας εμφανίζονται στον επισκέπτη πέντε μεγάλες ανθρώπινες
φιγούρες σαν ζωντανά πορτρέτα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, με μικρά
σκοτεινά κενά διαστήματα μεταξύ τους. Δίπλα τους η εικόνα ενός καμακωμένου
ψαριού.
Το σιδερένιο καμάκι, σώμα ξένο
προς τη ζωγραφική του φόντου και μπηγμένο στον πίνακα, φέρνει τον θεατή στο
χώρο της πραγματικότητας, ενώ τα μεγάλα ζωγραφισμένα ίχνη, τα οποία χάρη στην
προβολή βίντεο φορτίζονται με λεπτομέρειες και ανεπαίσθητες κινήσεις, θα
μπορούσαν να τον παρασύρουν στην ονειροπόληση.
Οι φιγούρες γυρίζουν για να κοιτάξουν το ψάρι, που
πληγωμένο παλεύει σπαράζοντας και παρουσιάζει στο θεατή ένα ζωντανό θέαμα
θανάτου (ο οποίος ουσιαστικά δεν επέρχεται)…
Έστω κι αν ο καλλιτέχνης (ο Τσόκλης, μοναδικός
αντιπρόσωπος της Ελλάδας στη 42η Μπιενάλε της Βενετίας, με θέμα
«Τέχνη και Επιστήμη») θα μπορούσε να έχει συλλάβει, πραγματοποιήσει και
παρουσιάσει κάθε εικόνα χωριστά, ο θεατής ασυζητητί αποκομίζει μια εικόνα
συνόλου. Οι φιγούρες κινούνται σ’ έναν ενιαίο χώρο, μια αίθουσα ενοποιημένη από
το σκοτάδι που κυριαρχεί. Κι’ αυτό, για όποιον μπορεί να συνδέσει τις ελάχιστες
κινήσεις των πορτρέτων με το σπαραγμό του ψαριού, θα μπορούσε να σημαίνει μια
στάση αδιαφορίας του ανθρώπου μπροστά στο ψάρι που υποφέρει. Είναι λοιπόν η
ανθρωπότητα που μπορεί να προκαλέσει φρίκη με την καθημερινή της αδιαφορία, μια
και αυτό το ίδιο ψάρι που σπαράζει το βλέπει στον πάγκο της αγοράς σαν
αναμφίβολα φρέσκο (δηλαδή μόλις σκοτωμένο), αδιαφορώντας εάν σκοτώθηκε με
καμάκι ή πιάστηκε με δίχτυ.
Ή μήπως αυτές οι μεγάλες, σχεδόν ακίνητες φιγούρες,
στις οποίες η παραμικρή κίνηση υπογραμμίζει την ιερατική σοβαρότητα, την
εξακρίβωση του βαθμού του πόνου, είναι οι ανθρωπόμορφοι θεοί του μύθου; Μ’ ένα
βλέμμα και μόνο μπορούν να βοηθήσουν το ψάρι, να το ελευθερώσουν, και μαζί μ’
αυτό όλη τη σκληρή ανθρωπότητα. Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι το ψάρι δεν
πεθαίνει. Μια επέμβαση είναι πάντα πιθανή στην ταλαντευόμενη φαντασία του θεατή
ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει λοιπόν αποστροφή ούτε
χρησιμοποίηση του ζώου με ανήθικους σκοπούς ούτε ωμότητα με σκοπό τη
διασκέδαση…»
Περράκης, Μ. (2001). Tsoclis. Από το
ημερολόγιο του 1986. Αθήνα: Ε.Μ.Σ.Τ, σ. 68.
Πριν αναφερθώ σε κάποια βιβλία οφείλω να αναφέρω ότι τον τρόπο σκέψης μου τον ‘έπλασε’ ο καθηγητής μου στη Μοντέρνα και Σύγχρονη Ιστορίας της Τέχνης, Eric Michaud.
Τα βιβλία που με ‘στιγμάτισαν’ ήταν του Pierre Francastel,το ‘Περί Γραμματολογίας’ του Jacques Derrida, του Κώστα Αξελού, του Thierry De Duve, του Henri Focillon, του Taraboukin…!
Η Ασπασία Κρυσταλά είναι καλλιτέχνης
Η Δωροθέα Κοντελετζίδου είναι ιστορικός/θεωρητικός της
τέχνης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)